Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Καημός


Η αφηγήτρια Λίλη Λαμπρέλλη αφηγείται στo "Λόγος εύθραστος κι αθάνατος" το αγαπημένο της παραμύθι.


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήτανε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχανε μια θυγατέρα κι ένα παλικάρι. Κι η βασιλοπούλα, η κόρη τους –που λένε πως ήταν όμορφη σαν το φεγγάρι– είχε και μια παραμάνα που όλη μέρα αναστέναζε κι έλεγε:

-Οχ, καημός!...

Μια μέρα, η βασιλοπούλα τηνε ρώτησε:

-Παραμάνα μου, τι ’ναι τούτος ο καημός που όλη μέρα πια τον συλλογιέσαι κι αναστενάζεις;

Κι η παραμάνα αποκρίθηκε:

-Κόρη μου, να μη ζητάς να μάθεις τι ’ναι τούτος ο καημός! Απαπαπαπά, παιδάκι μου…

Όμως, εκείνη την ώρα, κάτω απ’ τα δώματα της βασιλοπούλας πέρναγε ένας πουλητής που διαλαλούσε την πραμάτεια του:

-Καημόοο… πουλώ! Καημόοο… πουλώ!

Η βασιλοπούλα έτρεξε και ρώτησε:

-Πόσο τον έχεις τον καημό;

-Φτηνό τον έχω στην αντάμωση κι ακριβό στο χωρισμό. Κι άμα δεν τον ταΐζεις, σε τρώει!

Κι η βασιλοπούλα, τι νομίζετε πως έκανε; Αγόρασε;…  Εμ, αγόρασε!... Κι ο καημός ήταν ένα σκουλήκι μέσα σ’ ένα μικρό κουτί.

Και τον έτρεφε, τον έτρεφε, τον έτρεφε η βασιλοπούλα κι ο καημός μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε κι άλλο, κι έγινε φίδι, έγινε θεριό κι έφαγε τη μάνα της!... Ύστερα, έφαγε τον πατέρα της! Ύστερα, τον αδελφό της! Ύστερα, ολόκληρη την πολιτεία! Ρήμαξε η πολιτεία… Αλλά εκείνη δεν την έτρωγε…

Τότε, πήρε τα μάτια της και περπάτησε μονάχη μέσα στην ερημιά… Περπάτησε, περπάτησε, περπάτησε, ώσπου βρέθηκε μπροστά σ’ ένα δέντρο. Στις ρίζες του, ανάβλυζε πηγή. Κι αυτή ανέβηκε στα κλαριά του για να δει κι είδε να ’ρχεται από μακριά κουρνιαχτός μεγάλος. Κι όσο ο κουρνιαχτός πλησίαζε, είδε πως ήταν ένας καβαλάρης. Κι όταν ο καβαλάρης έφτασε κάτω από το δέντρο, εκείνη το είδε πως ήταν ένας βασιλιάς.

Ο βασιλιάς ξεπέζεψε για να ποτίσει το άλογό του. Όμως, το άλογο δεν έπινε! Σκιαζότανε… Τότε, ο βασιλιάς έσκυψε μέσα στο νερό για να δει τι είναι εκείνο που τρομάζει το άλογό του. Κι είδε να καθρεφτίζεται η πεντάμορφη.

-Νεράιδα είσαι ή άνθρωπος;

-Άνθρωπος είμαι, όπως κι εσύ.

Την αγάπησε με τη μια και της ζήτησε να την πάρει γυναίκα. Κι εκείνη κατέβηκε από το δέντρο, ανέβηκε στα καπούλια του αλόγου του και κάλπασε μαζί του ως το δικό του το παλάτι. Εκεί, ο βασιλιάς είπε στη γριά βασίλισσα, τη μάνα του:

-Μάνα, αυτή είναι η γυναίκα μου! Θα τη στεφανωθώ!...

Τη στεφανώθηκε κι εκείνη κίνησε γκαστρωμένη. Και φούσκωνε, φούσκωνε, φούσκωνε η κοιλιά… Περνούσανε καλά…  Ώσπου μια μέρα, ο βασιλιάς έπρεπε να πάει στον πόλεμο. Είπε στη μάνα του:

-Μάνα, τη γυναίκα μου και τα μάτια σου!

Ύστερα, ανέβηκε στο άλογό του κι έφυγε μαζί με τ’ ασκέρι.

Και πέρασε ο καιρός κι ήρθε η ώρα η καλή για να γεννήσει το κορίτσι. Και γέννησε κι έκανε ένα παλικάρι όμορφο σαν τον ήλιο και σαν το φεγγάρι. Την πρώτη μέρα το πλύναν, το ταΐσανε. Τη δεύτερη, το ταχταρίσανε. Την τρίτη, το νανουρίσανε. Όμως, σα σουρούπωσε η τρίτη μέρα, έκλαιγε το μωρό. Αίφνης, ακούστηκε βουητό που πλησίαζε και πλησίαζε κι άλλο κι ήλθε το θεριό!

-Οχ, καημός! Ήλθες πάλι;

-Πείνασα!

-Φάε με!

Τότε, ο καημός άνοιξε το στόμα και αααααααπ! Κατάπιε το μωρό! Ύστερα, έφυγε από κει πού ’ρθε…

Μπαίνει μέσα η γριά η μάνα, η βασίλισσα:

-Κόρη μου, δεν το ακούω να κλαίει το μωρό. Μην έπαθε τίποτα;

-Μάνα… Πείνασα και το ’φαγα…

-Τι είν’ αυτά που λες;… Το παιδί σου έφαγες;

-Ναι, μάνα, συγχώρα με, το ’φαγα.

-Δυστυχισμένη! Τώρα, τι θα πούμε στον άντρα σου;

Περνάει ο καιρός, τελειώνει ο πόλεμος, γυρίζει ο βασιλιάς.

-Μάνα, η γυναίκα μου καλά είναι; Γέννησε;

-Γιε μου, καλά! Γέννησε… Μόνο που το παιδί το χάσαμε…

-Το χάσαμε το παιδί;… Δεν πειράζει! Αυτή να ’ναι καλά!...

Κίνησε για δεύτερη φορά γκαστρωμένη. Και για δεύτερη φορά ο βασιλιάς έπρεπε να πάει στον πόλεμο. Λέει στη μάνα του:

-Μάνα, τη γυναίκα μου και τα μάτια σου! Και τούτη τη φορά να το προσέξετε το παιδί, να μην το χάσουμε…

Ήρθε η ώρα για τη γέννα. Κι η βασιλοπούλα γέννησε πάλι παλικάρι. Και τούτο σαν το πρώτο – ίδιο ήλιος, ίδιο φεγγάρι…

Την πρώτη μέρα, το πλύναν, το ταΐσανε, τη δεύτερη, το ταχταρίσανε, την τρίτη, το νανουρίσανε, μα σα σουρούπωσε, ακούστηκε βουητό…

-Ωχ, καημός! Ήλθες πάλι;

-Πείνασα!

-Φάε με!

Κι ο καημός άνοιξε το στόμα και ααααααπ! Κατάπιε το μωρό κι έφυγε…

Μπαίνει η γριά η μάνα:

-Κόρη μου, δεν το ακούω το μωρό. Μην έκανες τίποτα πάλι;

-Μάνα, συγχώρα με! Το ’φαγα…

-Έφαγες για δεύτερη φορά το παιδί σου; Ας μου ’λεγες να διατάξω να βάλουν δίπλα σου γλυκά, φαγιά, πιοτά… Μόν’ το παιδί σου έφαγες; Τι θα πούμε πάλι στον άντρα σου;…

Τελειώνει ο πόλεμος, γυρνάει ο βασιλιάς.

-Μάνα, η γυναίκα μου γέννησε; Το παιδί;…

-Γιε μου, γέννησε. Όμως, το παιδί το χάσαμε πάλι…

-Το χάσαμε πάλι; Φαίνεται πως αυτό είναι το ριζικό μας… Δεν πειράζει… Αυτή να ’ναι καλά!...

Κίνησε για τρίτη φορά γκαστρωμένη και για τρίτη φορά ο βασιλιάς έφυγε στον πόλεμο κι εκείνη γέννησε χωρίς τον άντρα της, μονάχη με τη γριά βασίλισσα, την πεθερά της. Όμως, τούτη τη φορά έκανε κορίτσι, όμορφο σαν όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού. Πρώτη μέρα, δεύτερη μέρα, τρίτη μέρα, ακούστηκε βουητό…

-Οχ, καημός! Ήρθες πάλι;

-Πείνασα!

-Φάε με!

Ο καημός άνοιξε το στόμα και αααααπ! Κατάπιε και το τρίτο το μωρό κι έφυγε… Μπαίνει μέσα η γριά:

-Δεν τ’ ακούω το μωρό! Μην έκανες τίποτα;…

-Το ’φαγα!

-Έφαγες για τρίτη φορά το παιδί σου;… Και γω σου ’βαλα δίπλα σου τόσα γλυκά, τόσα φαγιά, τόσα πιοτά… Α, δεν έχει. Τούτη τη φορά θα σε μαρτυρήσω! Θα τα πω όλα στον άντρα σου!

-Ό,τι θέλεις κάνε…

Γυρνάει ο βασιλιάς.

-Μάνα; Το παιδί;…

-Άκου, γιε μου. Τα παιδιά δεν πέθαναν, μονάχα τα τρώει αυτή. Εκεί που τη βρήκες μέσα στην ερημιά θα ’ναι καμιά άγρια, αφού τρώει τα παιδιά της.

Κι ο βασιλιάς την έδιωξε. Τι να ’κανε; Αφού έτρωγε τα παιδιά της…

Κι αυτή ξαναπήρε μονάχη το δρόμο της ερημιάς. Περπάτησε, περπάτησε, περπάτησε, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα βουνό, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, σκαρφάλωνε, ώσπου έφτασε στην κορφή. Εκεί γύρισε και κοίταξε ένα γύρο για να δει κι είδε να ’ρχεται κουρνιαχτός… Κι ακούστηκε το βουητό. Ήταν το θεριό…

-Οχ, καημός! Ήρθες πάλι;… Φάε με! Τι περιμένεις; Φάε με να γλιτώσω από τα βάσανα.

Όμως, ο καημός της αποκρίθηκε:

-Δε σε τρώω. Γιατί μετά τα τόσα και τόσα που σου ’κανα, εσύ δε με πρόδωσες. Μόνο θα σου δώσω πίσω τα τρία σου παιδιά, να γυρίσεις στον άντρα σου, το βασιλιά, να γίνεις βασίλισσα και να ζήσετε καλά…

Κι ευθύς, ο καημός άνοιξε το στόμα και ξέρασε τα τρία τα παιδιά, μεγαλωμένα! Ύστερα, σκίστηκε η γη στα δυο και το θεριό χώθηκε μέσα σαράντα οργιές και χάθηκε για πάντα…

Κι η βασιλοπούλα πήρε τα τρία της παιδιά και γύρισε στο παλάτι του άντρα της, του βασιλιά, και του τα ’πε όλα… Κι έγινε βασίλισσα!

Και ζήσανε καλά… Κι εμείς;… Καλύτερα!...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,
είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...