από το αφιέρωμα του Δεύτερου Προγράμματος στον ποιητή το 2010 |
ακούστε με κλικ στο εικονίδιο |
Γυναίκα
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες;
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες
Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.
Ιδανικός κι ανάξιος εραστής
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρισμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων και θα πεθάνω μια βραδυά σαν όλες τις βραδυές
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων
Για το μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφάξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά
ήταν μια λόξα νεανική μα τώρα έχει περάσει
Μα ο εαυτός μου μια βραδυά μπροστά μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει
κι αυτό τ' ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρυνές Ινδίες
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
Λύχνος του Αλλαδίνου
Την ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ
που σου χαράξαν πειρατές Κινέζοι στις λαγόνες.
Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω απ'το λαιμό
μας σπρώχναν προς την θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες.
Κόκαλο ρίξε στο σκυλί το μαύρο που αλυχτά
και στείλε την "φιγούρα" μας στον πειρατή ρεγάλο
Πες μου, που βρέθηκε η στεριά στου πέλαου τ'ανοιχτά
και το δεντρί με το πουλί που κρώζει το μεγάλο;
Για το άστρο της ανατολής κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δεν σου πρέπει!
Και σε που σε φυτέψαμε, παιδί στο Κονακρί,
με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη.
Του ναύτη δώσ' του στην στεριά κρεβάτι και να πιει.
-όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες....-
Μες το μετάξι κρύβονταν της Ίντιας οι σκορπιοί
κι έφερνε ο αγέρας της νοτιάς στην πλώρη άμμο κι ακρίδες.
Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.
-στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη να σε σύρω-
Και πήδηξ' ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς,
στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια όξω απ' την Σκύρο
Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν,
μα πρύμα πλώρα μόνη εσύ πατάς στοχαστικά,
κρατώντας στα χεράκια σου τον λύχνο του Αλαδίνου.
Μουσώνας
Τρελός μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.
Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν' ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.
Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρω, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μού 'πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.
Ακόμα ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,
τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ.
Μα ένα πουλί μου μήνυσε πως κάποιος άλλος στα 'πε
κάποιος, που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με.
Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.
Πεισματική, και πέταξες χαρτί, φτερό, κλαδί,
όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.
Τι θα 'δινα - «Πάψε, Σεβάχ» - για να 'μουνα παιδί!
Αυγή, ποιος δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;
Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.
Και μεις, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρώμα,
στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά.
Οι προσευχές των ναυτικών
Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ' ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οι Κούληδες με τη βαριά ωχροκίτρινη μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.
Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γεμάτοι από ικεσία,
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.
Και οι Ελληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν , το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή ''Πάτερ ημών...''
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
Παραλληλισμοί
Τρία πράματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών
Των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
Και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών
Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
Παρ' όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά
Μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
Η κίνηση, ή άνεση του χώρου κι η χαρά.
Σπουδή θαλλάσης
Ἀγνάντευε ἀπ᾿ τὸ κάσσαρο τὴ θάλασσα ὁ «Πυθέας»
κι ὅλο δεξιὰ κι ἀριστερὰ σκουντούφλαγε βαριά.
Κι ἀπάνω στὸ ἄρμπουρο, ὁ μουγγός, ὁ γιὸς τῆς Δωροθέας,
εἶχε κιαλάρει δύο γυμνὲς γυναῖκες στὴ στεριά.
Τότε στὴν Πίντα κλέψαμε τοῦ Ἀζτέκου τὴν κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα τὸ κορμὶ καὶ μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια καὶ σκορπιοὶ τσιφάρι, στὰ πανιόλα.
Στὸ Πάλος κουβαλήσαμε τὸ ἀγιάτρευτο σπυρί.
Καὶ προσκυνώντας τοῦ μεγάλου Χάνου τ᾿ ἀποκεῖνα
καβάλα στὶς μικρόσωμες Κινέζες στὶς πιρόγες,
-μετάξι ἀνάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρῶγες-
φέραμε κεῖνον τὸν κλεμμένο μπούσουλα ἀπ᾿ τὴν Κίνα.
Δεμένα τὰ ποδάρια μας στοῦ Πάπα τὶς γαλέρες
κουρσεύαμε τοῦ ὠκεανοῦ τὰ πόρτα ἢ τὰ μεσόγεια.
Σπέρναμε ὅπου περνούσαμε πανούκλα καὶ χολέρα
μπερδεύοντας μὲ τὸ τρελό μας σπέρμα ὅλα τὰ σόγια.
Ὅπου γυναίκα, σὲ ναούς, καλύβα ἢ σὲ παλάτι,
σὲ κάσες μὲ μπαχαρικὰ ἢ πίσω ἀπὸ βαρέλια,
μᾶς καθαρίζαν τὶς παλιὲς πληγὲς ἀπὸ τὸ ἁλάτι,
πότε ντυμένες στὰ χρυσὰ καὶ πότε στὰ κουρέλια.
Ἀπίκου πάντα οἱ ἄγκυρες καὶ οἱ κάβοι πάντα ντούκια.
Ὀρθοὶ πάντα κι ἀλύγιστοι στὴν ἀνεμορριπή,
μασώντας, σὰν τὰ ζωντανά, μπανάνες καὶ φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: ἁμάρτημα ἡ ντροπή.
Στὰ ὄρτσα νὰ προλάβουμε. Τραβέρσο καὶ προχώρα.
Νὰ πᾶμε νὰ προλάβουμε τὴν τελευταία ριξιὰ
σὲ κείνη τὴν ἀπίθανη σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο χώρα
ποὺ τὰ κορίτσια τό ῾χουνε στὰ δίπλα ἢ καὶ λοξά.
Σταυρός του νότου
Έβραζε το κύμα του γαρμπή
Ήμαστε σκυφτοί κι' οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου 'πες πως το Μάρτη
σ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει
Κούλικο στο στήθος σου τατού
που όσο κι' αν το καις δε λέει να σβήσει
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού
Βάρδια πλάϊ σε κάβο φαλακρό
κι' ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι' άκοπο μασάς καφέ πικρό
Το 'Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου
Μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά
Άλλοτε απ' τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα
με του καπετάνιου τη μιγάδα
μάθημα πορείας νυχτερινό
Σε 'να μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σαν φάρου αναλαμπή
Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.
Φάτα Μοργκάνα
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκουρίνη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γερνά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας και μας σκοτώνει.
Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
'Αγια λαβίδα κι ιερή από λαμινάρια.
Μπροστά στη Πύλη, δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι
και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.
Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
όνομα. Εύα από τη Κίο.
Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στ' Αμανάτι
κι η τέταρτη είν' εν' αγόρι μ' ένα μάτι.
Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
άρμπουρα και τιμόνια και προπέλες.
Να 'χαμε το λύχνο του Αλαδίνου
ή το γέρο νάνο απ' τη Καντόνα.
Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.
Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του.
Λούφαξεν ο δέκτης τ' ασυρμάτου,
και φυλλομετρά το καζαμία.
Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
Γεια χαρά, στεριά κι αντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
έχει και στη κόλαση μπορντέλο.
Marco polo
Σου ιστόρησα το Λύκανδρο, την πονηρή αλεπού,
και πως το γρήγορο μανγκούστ παλεύει με τη νάγια.
Πούθ' έρχεται ο πικρός καφές, το σάνταλο από που.
Και φτάσαμε στης Βενετιάς τα θαυμαστά καρνάγια.
Σε ντύνουν και σε γδύνουνε καλόγνωμα κορίτσια,
τόνα, η Νικόλ που μύριζεν αμπέλια απ' τη Λορραίνη.
Τούτη είχε τα μαλλιά χρυσά, η άλλη κοντά και ρίτσια.
Η ανάσα τους η τρυφερή κι' επίσκοπο μωραίνει.
Αρχίζει : ο Marco φόραγε μεταξωτό σωκάρδι
και μάλλινο με κόκκινα κεντίδια κοντογούνι.
Στην πιάτσα παίζανε σπαθί Βυζαντινών μπαστάρδοι
και διάβαιναν αρχόντισσες, εταίρες και σπιγούνοι,
Σκλαβόνοι, αποκρισάτορες και σιδεροντυμένοι.
Πέρασε μια και σούδειξε τα κάτασπρά της δόντια.
Στάθηκε, απόκριση ζητά, κι' ακόμα περιμένει.
Κοιτούσες τα τριπόντια.
Νύχτωσε. Αλλάξαν οι φρουρές. Στου Ριάλτο το παζάρι
σκαντζάρουνε το μάλαμα, σπυρί - σπυρί μπαχάρι.
Ξεφόρτωσαν γονατιστές καμήλες οι Μπουχάροι
και σούχε εκείνη η μυρουδιά τα μέντε συνεπάρει.
Οι Τούρκοι ανάβανε φωτιές τριγύρω απ' το Σαράι
και κέθε φλόγα ψήλωνε τελώνια και ζιζάνια.
Στο μότζο βγαίν' η μάνα σου και προς τα κει τηράει.
--- Γιόκα μου Μάρκο, γύρισε, παγώσαν τα λαζάνια.
Το Νικολό και το Ματέο τους έχει λησμονήσει.
Καιρό πολύ τους πρόσμενε, μα τώρα δεν τη μέλει.
--- Μια μονοβύζω τους κρατάει σε κάποιο ερημονήσι.
Μα ετούτο, που το τάγιζε καρύδι με το μέλι ...
... Κι' έφυγε από τη μάνα του καθώς εφύγαν κι' άλλοι.
Πήγε, μα δε γονάτισε μπρός στο μεγάλο Χάνο.
Φίλιππε, αποκοιμήθηκες κρατώντας κανοκιάλι.
Αποκοιμήθηκα κι' εγώ ... και τ' άλλα, τα ξεχνάω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,
είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.