"Νεκρός, τουφεκισμένος στη Γρανάδα, ο κακοθάνατος ποιητής, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα! Ολέ!
Μ' αυτή την τυπικά σπανιόλικη κραυγή δέχτηκα στο Παρίσι την είδηση για το θάνατο του Λόρκα, του καλύτερου φίλου των ταραγμένων εφηβικών μου χρόνων.
Αυτό το επιφώνημα, που βιολογικά βγαίνει από το στόμα όσων αγαπούν ταυρομαχίες, κάθε φορά που ο μανταπόρ πετυχαίνει ένα ωραίο πάσε- ή που ξεπηδάει από το λάρυγγα αυτών που εκπαιδεύουν τους τραγουδιστές των φλαμένγκος, το φώναξα στην περίπτωση του θανάτου του Λόρκα, δείχνοντας μ' αυτό σε ποιο βαθμό έκλεινε η μοίρα του με μια τραγική και τυπικά σπανιόλικη επιτυχία.
Τουλάχιστον πέντε φορές τη μέρα ο Λόρκα υπαινισσόταν το θάνατό του. Tη νύχτα δεν μπορούσε ν' αποκοιμηθεί, αν πολλοί μαζί δεν πηγαίναμε να τον "βάλουμε στο κρεβάτι". Ακόμα κι αφού ξάπλωνε, έβρισκε τρόπο να παρατείνει για χρόνο απροσδιόριστο, τις πιο εξαίσιες ποιητικές συζητήσεις που 'γιναν στον αιώνα μας. Σχεδόν πάντα, κατέληγε να συζητάει για το θάνατο και προπάντων για το δικό του θάνατο.
watercolor on bookpage by Rinaldo Hopf |
Τότε, σίγουρος για την εντύπωση που μας είχε προκαλέσει, χαμογελούσε λαμποκοπώντας για το θρίαμβο που του που χάριζε η απόλυτη λυρική κυριαρχία πάνω στους θεατές του.
Είχε γράψει:
Ο ποταμός Γκουανταλκιβίρ έχει τα γένια του ροδιά.
Έχει η Γρανάδα δυο ποτάμια, το 'να δάκρυα, τ' άλλο αίμα.
Και στο τέλος της "Ωδής στον Σαλβαντόρ Νταλί" (που 'ναι διπλά αθάνατη), ο Λόρκα κάνει ένα ξεκάθαρο υπαινιγμό για το θάνατό του και μου ζητάει να μη σταθώ πολύ σ' αυτόν όσο θ' ανθίζει η ζωή μου και το έργο μου.
Gala και Salvador Dali |
Η τελευταία φορά που είδα το Λόρκα ήταν στη Βαρκελώνη δυο μήνες πριν απ' τον εμφύλιο πόλεμο. Η Γκάλα που δεν τον γνώριζε, συγκλονίστηκε απ' αυτό το κολλητικό φαινόμενο ενός ολοκληρωτικού λυρισμού. Το συναίσθημα αυτό υπήρξε, άλλωστε, αμοιβαίο: τρεις ολόκληρες μέρες ο Λόρκα, μαγεμένος, δε μιλούσε παρά για την Γκάλα.
Eduard James |
εστιατόριο Canari de la Carriga (πηγή) |
Την ώρα που τρώγαμε στο εστιατόριο "Canari de la Carriga", ένα πολύ μικρό έντομο, εξαιρετικά καλοντυμένο, διέσχισε το τραπεζομάντηλο με το βήμα της χήνας. Ο Λόρκα αμέσως τ' αναγνώρισε κ' έβαλε μια φωνή, όμως σκεπάζοντάς το με το δάχτυλό του έκρυψε την ταυτότητά του από τον Τζαίημς.
Όταν σήκωσε το δάχτυλό του δεν υπήρχε πια ούτε ίχνος απ' το έντομο. Ε λοιπόν! αυτό το μικρό έντομο, ποιητής κι αυτό και ντυμένο με τυρολέζικες νταντέλες, θα μπορούσε να 'ναι το μόνο πλάσμα που θ' άλλαζε τη μοίρα του Λόρκα.
Πραγματικά, ο Τζαίημς μόλις είχε νοικιάσει τη Βίλλα Τσιμπρόντ, κοντά στο Αμάλφι, που 'χε εμπνεύσει στο Βάγκνερ τον "Πάρσιφιλ". Μας προσκαλούσε, το Λόρκα κι εμένα να πάμε να μείνουμε εκεί όσο καιρό θλελαμε. Τρεις ολόκληρες μέρες ο φίλος μου πάλευε μ' αυτό το αγωνιώδες δίλημμα: θα πήγαινε ή δε θα πήγαινε; Κάθε τέταρτο άλλαζε γνώμη. Στη Γρανάδα, ο πατέρας του που έπασχε από καρδιακό νόσημα, φοβόταν πως θα πέθαινε. Τελικά ο Λόρκα υποσχέθηκε να 'ρθει να μας βρει χωρίς καθυστέρηση, αφού θα πήγαινε να δει τον πατέρα του για να μην ανησυχεί.
Ο Λόρκα με την οικογένειά του το 1921 |
Στο μεταξύ ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος. Εκείνος τουφεκίστηκε, ενώ ο πατέρας του εξακολουθεί να ζει ίσαμε σήμερα, Γουλιέλμος Τέλλος. Εξακολουθώ να πιστεύω πως μια και δεν είχαμε καταφέρει να παρασύρουμε μαζί μας το Φεντερίκο, ο αγχώδης ψυχοπαθολογικός και αναποφάσιστος χαρακτήρας του θα τον εμπόδιζε να 'ρθει να μας βρει στη Βίλλα Τσιμπρόντ. Κι ωστόσο, εκείνη ακριβώς τη στιγμή γεννήθηκε μέσα μου ένα σοβαρό αίσθημα ενοχής απέναντί του. Δεν είχα επιμείνει όσο έπρεπε για να τον αποσπάσω από την Ισπανία. Αν το 'χα πραγματικά θελήσει, θα 'χα καταφέρει να τον πάρω μαζί μου στην Ιταλία. Όμως έγραφα τότε ένα μεγάλο λυρικό ποίημα "Τρώγω την Γκάλα" κι ένιωθα στο βάθος, λίγο πολύ συνειδητά, να ζηλεύω το Λόρκα. ήθελα να 'μαι μόνος μου στην Ιταλία, κατάντικρυ στους γεμάτους επισημότητα ναούς της Ποσειδωνίας που, άλλωστε, για να ικανοποιήσω την ευδαίμονα μεγαλομανία μου και τη δίψα μου για μοναξιά, έμελλε να ΄χω την τύχη και τη χαρά να μη μ' αρέσουν διόλου.
Ο εσπερινός του Μιλέ |
Ναι, τη στιγμή εκείνη της νταλινικής ανακάλυψης της Ιταλίας, οι σχέσεις μου με το Λόρκα κ' η βίαιη αλληλογραφία μας κατά παράξενη σύμπτωση έμπιαζαν με την περίφημι φιλονικία ανάμεσα στο Νίτσε και τον Βάγκνερ. Είναι η εποχή που γινόμουν απολογητής του "Εσπερινού" του Μιλλέ, που έγραφα το καλύτερο, ανέκδοτο ακόμα βιβλίο μου "Ο τραγικός μύθος του Εσπερινού του Μιλλέ" και το καλύτερο μπαλέτο μου, που ακόμα δεν είδε τη σκηνή, με τίτλο "Ο Εσπερινός του Μίλλε" για το οποίο ήθελα τη μουσική της "Αρλεζιάνας" του Μπιζέ, καθώς και την ανέκδοτη μουσική του Νίτσε. Κι εκείνος, ο Νίτσε, είχε γράψει αυτή την παρτιτούρα στα πρόθυρα της τρέλας, κατά τη διάρκεια μιας από τις αντιβαγνερικές του κρίσεις. Ο κόμης Ετιέν ντε Μπωμόν την είχε ξετρυπώσει, θαρρώ, και χωρίς να την έχω ακούσει ποτέ μου, φανταζόμουνα πως ήταν η μόνη μουσική που θα ταίριαζε στο έργο μου.
Οι κόκκινοι, οι κατακόκκινοι, οι ρόδινοι, ακόμα κ' οι ελαφρώς μωβ εκμεταλλεύτηκαν σίγουρα μια επονείδιστη και δημαγωγική προπαγάνδα γύρω στο θάνατο του Λόρκα, κάνοντας έναν ποταπό εκβιασμό. Προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμα να μεταβάλουν το Λόρκα σε πολιτικό ήρωα.
Νταλί και Λόρκα |
Υπήρξε απλώς το εξιλαστήριο θύμα ζητημάτων προσωπικών, υπερπροσωπικών, τοπικών και πριν απ' όλα το θύμα της παντοδύναμης σπασμικής και κοσμικής σύγχυσης του εμφύλιου ισπανικού πολέμου.
Οπωσδήποτε ένα είναι βέβαιο. Κάθε φορά που απ' το βάθος της μοναξιάς μου, κατάφερνα να κάνω να ξεπηδήσει απ' το μυαλό μου μια μεγαλοφυής ιδέα ή να πετύχω μια πινελιά αγγελικό θαυμάσια, ακούω πάντα τη βραχνή κι απαλά πνιχτή φωνή του Λόρκα να μου φωνάζει: Ολέ!"
μετάφραση Τ. Αραγώνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,
είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.