Άντον Τζούλιο Μπραγκάλια |
Λουίτζι Πιραντέλο |
Ο σκηνοθέτης, κριτικός και ιστορικός του ιταλικού θεάτρου, Άντον Τζούλιο Μπραγκάλια, γράφει για το φίλο του Λουίτζι Πιραντέλο, το 1962, 26 χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα.
"Το θέαμα του ανικανοποίητου ανθρώπου που, τυραγνισμένος από την προσωπική του δυστυχία, ζητάει τη λύτρωση στην τέχνη, όπως άλλος μεθάει για να ξεχάσει, ήταν εκείνο που μ' εντυπωσίασε περισσότερο, όταν ο Ρόσσο ντι Σαν Σεκόντο με παρουσίασε για πρώτη φορά στον Πιραντέλλο. Ήμαστε πολύ νέοι. Τον είδα ρημαγμένο από τη δυστυχία. Δεν είχε ακόμα δοθεί ολοκληρωτικά στο θέατρο. Κι ο Σαν Σεκόντο ήταν ακόμα στα πρώτα βήματα και γεμάτος αγωνία γι' αυτά που έγραφε, πήγαινε και τα διάβαζε στον Πιραντέλλο, που κι αυτός με τη σειρά του, του διάβαζε τα δικά του. Συνηθιζόταν τότε ακόμα αυτού του είδους οι λογοτεχνικές βραδιές.
Ρόσο ντι Σαν Σεκόντο |
Κάθε βράδυ, μετά το φαγητό, ο Ρόσσο κι εγώ πηγαίναμε ως εκείνη την πάροδο της οδού Νομεντάνα όπου τόσα χρόνια έζησε ο μεγάλος συγγραφέας με το μυαλό γεμάτο σχέδια έργων, γεμάτο από ένα πλήθος θεατρικά πρόσωπα, που τα έκανε παρέα όλη τη μέρα και τα στρίμωχνε στο κεφάλι του για να τον αποσπούν από την οικογεναιακή δυστυχία. Ο δρόμος ήταν αραιά φωτισμένος και τα σπίτια σκόρπια σ' αυτή τη συνοικία. Ο "καθηγητής" ζούσε μετριότατα, παραδίδοντας μαθήματα στα κορίτσια του Ινστιτούτου Ματζιστράλε, της πλατείας Τέρμινι, ακριβώς όπως κι ένας άλλος φίλος, ο Λουίτζι Καπουάνα, που κείνο τον καιρό μάλιστα παντρευόταν μια πολύ νέα μαθήτριά του, την Μπερναρντίνη. Στην ίδια σχολή δίδασκει αργότερα κι ο Βιταλιάνο Μπρανκάτι.
Καθισμένος πάντα στο γραφείο του ο Πιραντέλλο, στο μισοσκότεινο δωμάτιο -σκηνικό κατάλληλο για το έργο του Σκέψου μας Τζιακομίνο- μ' ένα παλιό σάλι στα γόνατά του. Έχω ακόμα μπροστά στα μάτια μου αυτό το σκέπασμα που περιγράφει ο ίδιος στις σκηνοθετικές οδηγίες κάποιου έργου του. Έμοιαζε σαν να 'ταν ο θώρακάς του, η άμυνά του.
Όταν χτυπούσαμε την πόρτα του σπιτιού του, μια τρομαγμένη γυναικεία φωνή ρωτούσε από μέσα: "Ποιος είναι;". Ο Ρόσοο απαντούσε: "Είμαστε ο Ρόσσο κι Μπραγκάλια". Η πόρτα άνοιγε από πάνω και παρουσιαζόταν η κυριά Αντονιέττα με μάτια γεμάτα υποψία. Τότε εγώ ξανάλεγα με τόνο καθησυχαστικό: "Είμαστε ο Ρόσσο κι ο Μπραγκάλια, ερχόμαστε κάθε βράδυ". Αμέσως παρουσιαζόταν κι ο καθηγητής. Μας έλεγε να περάσουμε μέσα με τη συνηθισμένη του εγκαρδιότητα, κι οδηγούσε τη γυναίκα του σε μια άλλη κάμαρα, αριστερά. Η καημένη η κυρία Αντονιέττα, εκτός από τις μαθήτριες του σχολείου, ζήλευε την κόρη της κια υποπτευόταν όλους τους φίλους του άντρα της. Παραφύλαγε πάντα την πόρτα. Ποιος ξέρει τι να φοβόταν. Με ατελείωτη υπομονή ο Πιραντέλλο υπόμενε τους φόβους της της δυστυχισμένης και, για να την προσέχει, έμενε πάντα στο σπίτι όταν δεν είχε σχολείο. Παρ' όλα αυτά, του έκανε συνέχεια φοβερές σκηνές, παρουσιάζοντας τα πράγματα όπως τα 'βλεπε εκείνη. Απ' αυτή ο Πιραντέλλο έμαθε να σκέπτεται τη σχετικότητα της πραγματικότητας, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν πρόκειται γι' αυτό που είναι, αλλά γι' αυτό που φαίνεται πως είναι, πως στο τέλος αυτό καταλήγει να ενεργεί σαν να υπήρχε. Αυτό που εκφράζει σε τόσα έργα του και που συνοψίζεται στη φράση "δεν μπορούμε να ξέρουμε τι είναι" βγαίνει από την ίδια του την προσωπική πείρα και είναι το κλειδί όλου του έργου του. Εμείς ξέραμε ότι η γυναίκα του ήταν άρρωστη διανοητικά, με έμμονη ιδέα τη ζήλια, αλλά κάναμε ότι δεν το ξέραμε. Ύστερα από την οικονομική τους καταστροφή, η ζωή στην πόλη, η συναναστροφή του με τις μαθήτριες, ο κόσμος των συγγραφέων κι ίσως και το παράδειγμα του Καπουάνα που παντρεύτηκε μια μαθήτριά του, ίσως όλα μαζί να 'χαν σαλέψει το μυαλό της.
Μαρία Αντονιέτα Πορτουλάνο |
Δεν μ' αρέσει να θυμάμαι τις λεπτομέρειες αυτής της φονερής κατάστασης, μέσα στην οποία τολμούσαμε να προσφέρουμε λίγη βοήθεια σ' συτόν τον δυστυχή άνθρωπο, τον δεμένο σε μια κόλαση από ψεύτικες κατηγορίες, στις οποίες απαντούσε με τόση γλύκα και τις υπέφερε με αγγελική υπομονή. Αυτή ήταν η πιο κλειστή περίοδος της ζωής του Πιραντέλλο, στην οποία είχε συνηθίσει να ζει και να στερείται τα πάντα, με μοναδική παρηγοριά το γράψιμο. Χρόνια πολλά έζησε σ' αυτή τη θλιβερή απομόνωση και στην αναγκαστική αγνότητα που του επέβαλε ο σεβασμός στην άτυχη γυναίκα του. Πολύ δε περσσότερο εκείνο που του καταλόγιζε ήταν ακριβώς η δήθεν ελεύθερη ζωή του, που, αν πραγματικά τη ζούσε, δεν θα μπορούσε ποτέ να 'χει αυτή την ανοχή, αυτή τη μελαγχολική υποταγή που είχε ο τόνος της φωνής του όταν προσπαθούσε να πείσει ή να καθησυχάσει την καημένη την τρελή.
Ο Πιραντέλλο έμαθε να ζει μόνος, με τα θεατρικά του πρόσωπα. Έμαθε να τ' αγαπάει. Περισσότερο από δραματουργός ήταν ένα χαμογελαστό, τραγικό πρόσωπο της καθημερινής ζωής, κι όταν τέλος βρήκε εκείνη που ήξερε καλύτερα από κάθε άλλη ηθοποιό να ερμηνεύει τις ηρωίδες του, την αγάπησε, πλατωνικά πάντοτε, γιατί είχε χάσει τη συνήθεια ν' αγαπάει φυσιολογικά. Αυτός ο άνθρωπος, που επί τόσα χρόνια κατηγορήθηκε για γυναικάς, ήταν ωστόσο καταδικασμένος στη σαρκική αποχή, γεγονός που -θα το πω χοντρά- τον έκανε να κατευθύνει τη λάβα από το ηφαιστειώδες του ταπερεμέντο πρός τα σύνορα της τέχνης, όπου οι μορφές του Τζακομίνο, του Λιολά, του Σκαρπαρόττα και του Ερρίκου Δ' έγιναν αθάνατες.
Μην μπορώντας να ζήσει τη δικιά του ζωή, ζούσε τη ζωή των ηρώων του. Οι γιοι του ήταν στο μέτωπο. Ζούσε με τη γυναίκα του και την κόρη του. Η περιουσία και της γυναίακας του και του πατέρα του είχαν χαθεί. Περνούσε με τον μικρό μισθό του καθηγητή και μ' εκείνα που κέρδιζε από τη συγγραφή, κυρίως μετά την έκδοση του βιβλίου του Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ, που τον έκανε ξαφνικά γνωστόν. Ο Πιραντέλλο ήταν ακόμα πεζογράφος κι όχι άνθρωπος του θεάτρου. Δεν είχε ακόμα γράψει το Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε, που ξαναβρήκα τις πρώτες του σελίδες δημοδιευμένες το 1919 στο πριοδικό μου Χρονικά επικαιρότητας.
Δίσταζε να γράψει θέατρο. Ο Ρόσσο κι ο Μαρτόλιο προσπαθούσαν να τον πείσουν να γράψει. Αυτοί οι τρεις Σικελοί ήταν πάντα μαζί. Το πάθος του Ρόσσο και του Μαρτόλιο για το θέατρο ωρίμασαν σιγά σιγά και το ενδιαφέρον του Πιραντέλλο για τη θεατρική σύνθεση, που σαν από θαύμα έμελλε να δώσει σάρκα και οστά στη φαντασία του και να κάνει αληθινό ακόμη και κείνο που αλλιώς μόλις θα κατάφερνε να φανεί.
Νίνο Μαρτόλιο |
Δυο χρόνια ύστερα από θυελλώδεις συζητήσεις, ο Πιραντέλλο, ο Μαρτόλιο και ο Ρόσσο κατάφεραν να συμπήξουν το θίασο του Μεσογειακού Θεάτρου, στο οποίο έλαβα μέρος κι εγώ σαν σκηνοθέτης. Ο θίασος στεγάστηκε στο θέατρο Αρζεντίνα της Ρώμης το 1919. Από το 1915 εγώ έβγαζα το περιοδικό Η επιθεώρηση, στο οποίο συνεργαζόταν ο Πιραντέλλο. Το 1916 έβγαλα και το Χρονικά επικαιρότητας και σκηνοθέτησα ένα πρωτοποριακό φιλμ που φυλάγεται στο Μουσείο του Κινηματογράφου στο Παρίσι. Το 1918 άνοιξα το Σπίτι της Τέχνης "Μπραγκάλια", στο οποίο, μεταξύ διαλέξεων και ρεσιτάλο χορού, παρουσίαζα τις προσωπικές εκθέσεις των Ντε Κίρικο, Ντέπερο, Μπιτσιόνι, Σιρόνι και ντε Πίζις. Είχα δημιουργήσει έναν καλλιτεχνικό κύκλο γύρω μου, και γι' αυτό οι τρεις σικελοί συγγραφείς με έιχαν σε εκτίμηση. Ο Πιραντέλλο παρακολουθούσε πάντα με συμπάθεια ό,τι έκανα. Ποτέ δεν μ' αρνήθηκε μια νουβέλα, μια σκηνή ή ένα άρθρο. Ήταν τακτικός συνεργάτης στα περιοδικά μου. Όταν άνοιξα το Θέατρο των Ανεξαρτήτων, το 1922, έγραψε αμέσως για μένα το έργο του Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα και για μερικές μέρες συνεργάστηκε μαζί μου στη σκηνοθεσία του.
Αφίσα για το Σπίτι της Τέχνης "Μοραγκάλια" του Τζιάκομο Μπάλα. |
Έπειτα μου παραχώρησε ένα άλλο καινούριο έργο του Η μικρή μας πόλη. Η μεγαλύτερη απόδειξη πως ζούσε τη ζωή των θεατρικών του προσώπων αντί για τη δική του ήταν ο τρόπος που εξηγούσε τα έργα του. Κανένας ηθοποιός ποτέ δεν θα μπορέσει να μεταμορφωθεί, να μεταφερθεί στα πιραντελλικά πρόσωπα όπως ο ίδιος ο Πιραντέλλο. Είχε τη δύναμη, κάθε φορά, ν΄ανάβει από την ίδια δημιουργική φλόγα, γεγονλος που του επέτρεπε να ξαναβλέπει ολοζώντανες και υπαρκτές τις συλλήψεις του.
Όταν ο Πιραντέλλο ζούσε στο Βερολίνο, ήμουνα κι εγώ εκεί. Το βράδυ συναντιόμαστε στο ρεστοράν Βενέτσια, για να πάμε μαζί στο θέατρο, κι έπειτα να επισκεφτούμε κανένα από κείνα τα παράξενα καμπαρέ του μεταπολεμικού Βερολίνου, στα οποία κυκλοφορούσαν τα πιο απίθανα ανθρώπινα όντα. Ο Πιραντέλλο ενδιαφερόταν πολύ γι' αυτά. Καθώς μιλούσε άπταιστα γερμανικά, έχοντας σπουδάσει στη Γερμανία, κατόρθωνε να εκμαιεύει σπάνιες εξομολογήσεις από μερικούς νεαρούς ντυμένους γυναίκες, με μακριά, αληθινά, δικά τους μαλλιά και γυαικείους γοφούς. Ήθελε να γράψει και γι' αυτό και γύρευε να εξερευνήσει την παράξενη ψυχολογία τους, την οποία μετά θα 'βλεπε μέσα από τα δικά του μαγικά κάτοπτρα. Τα βράδια δεν κουραζόταν ποτέ, δε νύσταζε ποτέ! Είχε πάντα μαζί του πέντε έξι πακέτα τσιγάρα "Ξάνθια" και κάπνιζε συνέχεια. Το ίδιο έκανε μέχρι τη μέρα που πέθανε. Κάθε βράδυ μου 'λεγε κι έναν καινούριο μύθο. Κάθε λεπτό είχε και κια καινούρια συλληψη. Όλοι ξέρουν ότι ο Πιραντέλλο έγραφε αφού είχε τακτοποιήσει όλο το υλικό στο μυαλό του, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, σαν να 'ταν πραγματικά γεγονότα. Ανάφερε τα πρόσωπά του σαν να 'ταν ζωντανοί άνθρωποι, γνωστοί του, που μας μετέφερε την σκέψη τους και τις κουβέβτες τους. Όταν αποφάσιζε να γράψει, δεν του έμενε πια να κάνει παρά μόνο τη σύνθεση. Να γιατί μπόρεσε να γράψει σ' επτά μέρες το Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα.
Έγραφε στη μηχανή, πολύ αργά μονάχα με τα δυο δάχτυλα. Όταν ρωτούσαν γιατί δεν μάθαινε να χρησιμοποιεί και τα δέκα δάχτυλα για να γράφει γρηγορότερα, απαντούσε πως δεν του χρειαζόταν η ταχύτητα, τουναντίον μάλιστα, το αργό γράψιμο τον εξυπηρετούσε. Έπρεπε να ανασυνθέσει στο χαρτί τους διαλόγους που τα πρόσωπά του είχαν κάνει μεταξύ τους. Έπρεπε να τα ξανακούσει στις πιο ζωντανές λεπτομέρειές τους. Τα πρόσωπά του είχαν αυτοσχεδιάσει για λογαρισμό τους, κι αυτ'ος ήταν ο πρώτος τους θεατής.
Έγραφε στη μηχανή, πολύ αργά μονάχα με τα δυο δάχτυλα. Όταν ρωτούσαν γιατί δεν μάθαινε να χρησιμοποιεί και τα δέκα δάχτυλα για να γράφει γρηγορότερα, απαντούσε πως δεν του χρειαζόταν η ταχύτητα, τουναντίον μάλιστα, το αργό γράψιμο τον εξυπηρετούσε. Έπρεπε να ανασυνθέσει στο χαρτί τους διαλόγους που τα πρόσωπά του είχαν κάνει μεταξύ τους. Έπρεπε να τα ξανακούσει στις πιο ζωντανές λεπτομέρειές τους. Τα πρόσωπά του είχαν αυτοσχεδιάσει για λογαρισμό τους, κι αυτ'ος ήταν ο πρώτος τους θεατής.
Πληγωμένος από τη ζωή, και δύσπιστος στη φαινομενικότητα των πραγμάτων, ενδιαφερόταν με πάθος για τις ανθρώπινες περιπτώσεις. Πικραινόταν, αλλά συγχρόνως μεθούσε ταξιδεύοντας και συμμετέχοντας σ' όλες τις εκδηλώσεις της ζωής που του ήταν αδύνατο να παρακολουθήσει. Ήταν διψασμένος για τον κόσμο, πεινασμένος για τη ζωή, γι' αυτό και ταξίδευε συνέχεια με μια επιμονή που 'κανε εντύπωση. Στο έργο του εκείνο που δηλώνει πως η κοσμική ματαιότητα δεν τον ενδιαφέρει, λέει αλήθεια και ψέματα μαζί. Λέει αλήθεια γιατί πραγματικά τη ματαιότητα του κόσμου τούτου την ήξερε καλά,, και λέει ψέματα, γιατί αν αυτές οι μάταιες εκφράσεις της ζωής του έλειπαν, θ' απογοητευόταν φοβερά. Από τον καιρό που νέος τον έκανα παρέα με τον Ρόσσο ντι Σαν Σεκόντο, ο Πιραντέλλο έγραφε:
Νομίζω πως η ζωή είναι ένα πολύ μελαγχολικό αστείο. Έχουμε, χωρίς να ξέρουμε γιατί, ούτε από τι, την ανάγκη να ξεγελάμε συνέχεια τον εαυτό μας με την αυθόρμητη δημιουργία μιας πραγματικότητας (μία για τον καθένα και ποτέ μία για όλους) που από καιρό σε καιρό αποκαλύπτεται μάταιη κι απατηλή. Όποιος καταλάβει το παιχνίδι δεν καταφέρνει πια να ξεγελαστεί, δεν μπορεί πια ν' απολαύσει, ούτε να ενθουσιαστεί από τη ζωή. Η τέχνη μου είναι γεμάτη συμπάθεια για όλους αυτούς που ξεγελιούνται, όμως η συμπάθεια δεν έχει καμία σχέση με τον άγριο εμπαιγμό της μοίρας που καταδικάζει τον άνθρωπο στην αυταπάτη.
Με το μόνιμο χαμόγελό του μπροστά στο δράμα, κυριαρχούσε πάνω στους ανυποψίαστους ανθρώπους, με τα διαπεραστικά του μάτια, με το σαγόνι του που 'μοιαζε σάτυρου πανέξυπνου, που όλα τα βλέπει, αλλά πια δε γελάει, με το μυαλό πάντα πεντακάθαρο, αεικίνητο στο ατελείωτο ενδιαφέρον του για όλες τις εκφράσεις της ζωής, που τις έβρισκε όλες θαυμάσιες. Αυτή η λεπτή ανησυχία για τη βαθιά έννοια της ζωής τον οδηγούσε στην επανάσταση, με την οπόια κατάπληξε τα ξένα ακροατήρια. Μοα φορά τον σφύριξαν, κι αυτός χαμογελούσε ευτυχισμένος στα καμαρίνια, γιατί αν οι θεατές διαμαρτύρονταν, αυτό σήμαινε πως είχε κάνει μια ανακάλυψη από κείνες που δεν αγαπάει το οινό. Είπε: "Με σφυρίζουν! Είμαι ακόμα νέος!" και τα μικρά φλογερά του μάτια έβγαζαν σπίθες.
Θυμάμαι ένα άλλο βράδυ που τον έβριζαν άσχημα. Ήταν η πρεμιέρα του Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα. Το 1921 στο θέατρο Βάλλε. Η πλατεία τον φώναζε τρελό και το πλήθος τον δέχτηκε με γέλια και θόρυβο, καθώς έφευγε μαζί με τον Βεργκάνι κι έναν άλλον θαυμαστή του, χαμογελώντας με το συνηθισμένο του χαμόγελο γεμάτο επιείκεια. Αυτό το ίδιο έργο θα εθεωρείτο εργότερα το αριστούργημά του και παιζόταν σ' όλα τα θέατρα του κόσμου.
Στα σφυρίγματα έλαμπε, γιατί ήξερε πως είχε πει πράγματα που προκαλούσαν ακόμα την αντίδραση. Δεν δούλευε ποτέ για την πλατεία, γι' αυτό και το έργο του είναι πρωτότυπο. Πρωτοπορούσε στην εποχή του. Επειδή δεν τον καταλάβαιναν, οι πιο ανόητοι τον κορόιδευαν ακι οι πιο δειλοί κρυφά τον συμπαθούσαν. Όμως θυμάμαι μερικές πρεμιέρες στα θέατρα του Βερολίνου και του Παρισιού, όπου οι θεατές, από ράτσα περισσότερο εγκεφαλική και λιγότερο αυθόρμητη, σφίγγανε τα χέρια στους κροτάφους τους, προσπαθώντας να παρακολουθήσουν τον καταθλιπτικό διάλογο αυτού του φοβερού ερευνητή με την απανθρωπη διαύγεια, που άστραφτε από πικρό σαρκασμό, στη διαβολική, σχεδόν αστυνομική, ψυχολογική του αναζήτηση.
Οι ενοχλητικές ανακαλύψεις στις οποίες οδηγούσε η στενή του διαλεκτική, γέμιζαν έκπληξη τα ξένα ακροατήρια, και τα τάραζε ο ανθρώπινος τόνος που διαφαινόταν κάτω από το πικρό του χαμόγελο. Άλλωστε, το μόνιμο χαμόγελο του Πιραντέλλο σήμαινε ακριβώς αυτό. ήξερε πως οι άνθρωποι δεν θέλουν να ξέρουν τη δική τους αλήθεια, και πως θέλουν μονάχα να διασκεδάσουν χωρίς σκέψεις. Αλλά δεν είναι μόνο η διαλεκτική της φιλοσοφίας του, η ψυχολογική του ανάλυση, η ανατομία των χαρακτήρων του που δίνει δύναμη στους φοβερούς του συλλογισμούς, είναι και η ικανότητα της απευθείας κι άμεσης επικοινωνίας, η οποία οφείλεται στη διάλεκτο που χρησιμοποιεί και η οποία δίνει εκπληκτική δύναμη στα δημιουργήματά του. Το πρόβλημα της γλώσσας του Πιραντέλλο στην εξέταση του θεάτρου είναι αρκετά σπουδαίο, δεδομένου ότι η γλώσσα του, αντίθετα με τη γραφόμενη, είναι φτιαγμένη από ζωντανές εκφράσεις. Είναι μια μοντέρνα αντίδραση στην ακδημαϊκή γλώσσα, τη φτιαγμένη από νεκρές λέξεις και βαλσαμωμένες φόρμες.
Το θέατρο θέλει γλώσσα ζωντανή, γι΄ αυτό και το είδος του στιλιζαρισμένου και λογοτεχνικού θεάτρου δεν κατορθώνει πια να φέρει τον σύγχρονο θεατή κοντά στα πρόσωπα του μύθου κατά τρόπο άμεσο κι αβίαστο. Τα πρόσωπα, στα λογοτεχνικά είδη του θεάτρου, μιλάνε μια γλώσσα συχνά προσποιητή και ψεύτικη. Δεν προκαλούν ούτε το κλάμα, ούτε το γέλιο. Είναι αγάλματα, φιγούρες, κοστούμια, κούκλες. Όλα γίνονται με υπολογισμό και με ψυχρή σκέψη. Ο Πιραντέλλο λάτρευε τη γλώσσα την καθημερινή και με το Απόψε αυτοσχεδιάζουμε απόδειξε πως αναγνώριζε τη δυνατότητα του αυτοσχέδιου θεάτρου , που είναι η μεγαλύτερη δόξα του ιταλικού θεάτρου ακι η πιο αξιόλογη σκηνική εφεύρεση του παγκόσμιου θεάτρου. Η ευκινησία της πρόζας που προερχόταν απ' αυτόν τον ίδιο το ρυθμό των αισθημάτων που γεννιόνταν το ένα πίσω από το άλλο, μέσα στον αναβρασμό της ζωής. Γι' αυτό και οι φράσεις τους δεν μπορούσαν να 'ναι μακριές, ακαδημαϊκές. Οι προτάσεις του ανταποκρίνονταν στο χτύπο της καρδιάς του, μπροστά στις ανακαλύψεις που έκανε όταν σκεπτόταν τις φόρμες που αναπάντεχα παίρνει η ζωή. Γι' αυτό και ο πατέρας στο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα λέει: "Το δράμα για μένα είναι όλο ε΄δω, στη συνείδηση που έχω πως ο καθένας μας πιστεύει πως είναι ένας, ενώ δεν είναι αλήθεια."
Ήξερε να βασίζει τη βαθιά του σκέψη για τις τραγικές περιπτώσεις των ανθρώπων που είναι αβέβαιοι για τη φαινομενική τους φόρμα, πάνω στις ενστικτώδεις κια φυσικές σκηνικές ακδηλώσεις της αυτοσχέδιας κωμωδίας.. που μόνο αυτή είναι ο καθρέφτης της ιδιοσυγκρασίας μας και ξέρει να μεταφράζει τις άμεσες αντιδράσεις σε φαινόμενα πραγματικότητας. Να λοιπόν η πιο λαϊκή και εμπνευσμένη σκηνική φόρμα στην υπηρεσία μιας εξελιγμένης και μοντέρνας φιλοσοφίας. Αυτή είναι η αντίδραση του Πιραντέλλο απέναντι στο θέατρο χαρακτήρων, στο θέατρο της φωτογραφικής ακι κοινότυπης πραγματικότητας. Στο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα επανερχεται ακριβώς, στην πιο υψηλή φόρμα της σκηνικής τέχνης που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, την κομέντια ντελ' άρτε. Ο Πιραντέλλο ήταν, από μια άποψη, ο αντι-Γκολντόνι. όχι γιατί πέρασε πέρα από το νατουραλισμό και τους χαρακτήρες των κοινών ανθρώπων, αλλά γιατί εξετίμησε τη μεγάλη αξία της Κομέντια ντελ άρτε.
Έχω πει πολλές πως η αληθινή, η μεγάλη τέχνη, είναι πάντα προμελετημένη. Πιστεύω πως η κωμωδία, η αυτοσχέδια, φαινόταν πιο ευγενική κάθε φορά που ήταν καλά προμελετημένη, και πως η κωμωδία η γραπτή ήταν πιο μεγάλη κάθε φορά που έμοιαζε αυτοσχέδια. Να γιατί στην αληθινή τέχνη -που είναι πάντα μία- τα δύο είδη πλησιάζουν, ενώνονται και παίρνει τη γνώση το ένα από το άλλο. Η τοπική διάλεκτος στους συγγραφείς -έλεγε ο Πιραντέλλο- δεν είναι καθρέφτης αλλά αληθινή κι αυτούσια δημιουργία. Η ζώη μιας εποχής, στην πραγματικότητα που τη δίνει ο Βέργκα, δηλαδή όπως αυτός τη βλέπει, όπως αυτός τη νιώθει, όπως αναδύει και ζει μέσα του, δεν μπορεί να εκφραστεί αλλιώς απ' ό,τι την εκφράζει ο Βέργακ. Αυτή η γλώσσα είναι η ίδια του η δημιουργία, φτιαγμένη όχι από λέξεις που θέλουν να 'ναι ωραίες ή άσχημες, αλλά απ' αυτά που θέλει να πει και που λέγοντάς τα, τα κάνει να ζουν.
Οι ράτσες με το ζεστό ταπεραμέντο, οι ράτσες οι γραφικές, αισθάνονται την ανάγκη να βρουν εκφράσεις χρωματικά αντίστοιχες σε μια ψυχική κατάσταση, σε μια αίσθηση. Κανένας καλύτερα από μένα δεν μπορεί να καταλάβει αυτή την ανάγκη. Όταν οι κριτικοί μιλάνει για τη σπαμένη σύνταξη του Πιραντέλλο, εννοώντας την κομματιαστή του πρόταση, κρίνουν ακριβώς τη γλώσσσα που μιλιέται, τη ζωντανή έκφραση που 'ναι φυσικά νευρική. Ο Πιραντέλλο έγραφε: Δεν είναι λάθος των ιταλών συγγραφέων, ούτε φτώχια επαναλαμβάνω, αλλά αντίθετα πλούτος αληθινός και ζωντανός για τη λογοτεχνία τους η χρησιμοποίηση της ντόπιας γλώσσας σε κάθε εποχή.
Ντόπιο ήταν και το παλιό σάλι που του ζέσταινε τα γόνατα κάτω απ' το γραφείο, στη φτωχική του κάμαρα, το 1915, και μέσα στο οποίο ο αγαπητός καθηγητής της νιότης μου τυλίχτηκε πεθαίνοντας."
Νομίζω πως η ζωή είναι ένα πολύ μελαγχολικό αστείο. Έχουμε, χωρίς να ξέρουμε γιατί, ούτε από τι, την ανάγκη να ξεγελάμε συνέχεια τον εαυτό μας με την αυθόρμητη δημιουργία μιας πραγματικότητας (μία για τον καθένα και ποτέ μία για όλους) που από καιρό σε καιρό αποκαλύπτεται μάταιη κι απατηλή. Όποιος καταλάβει το παιχνίδι δεν καταφέρνει πια να ξεγελαστεί, δεν μπορεί πια ν' απολαύσει, ούτε να ενθουσιαστεί από τη ζωή. Η τέχνη μου είναι γεμάτη συμπάθεια για όλους αυτούς που ξεγελιούνται, όμως η συμπάθεια δεν έχει καμία σχέση με τον άγριο εμπαιγμό της μοίρας που καταδικάζει τον άνθρωπο στην αυταπάτη.
Με το μόνιμο χαμόγελό του μπροστά στο δράμα, κυριαρχούσε πάνω στους ανυποψίαστους ανθρώπους, με τα διαπεραστικά του μάτια, με το σαγόνι του που 'μοιαζε σάτυρου πανέξυπνου, που όλα τα βλέπει, αλλά πια δε γελάει, με το μυαλό πάντα πεντακάθαρο, αεικίνητο στο ατελείωτο ενδιαφέρον του για όλες τις εκφράσεις της ζωής, που τις έβρισκε όλες θαυμάσιες. Αυτή η λεπτή ανησυχία για τη βαθιά έννοια της ζωής τον οδηγούσε στην επανάσταση, με την οπόια κατάπληξε τα ξένα ακροατήρια. Μοα φορά τον σφύριξαν, κι αυτός χαμογελούσε ευτυχισμένος στα καμαρίνια, γιατί αν οι θεατές διαμαρτύρονταν, αυτό σήμαινε πως είχε κάνει μια ανακάλυψη από κείνες που δεν αγαπάει το οινό. Είπε: "Με σφυρίζουν! Είμαι ακόμα νέος!" και τα μικρά φλογερά του μάτια έβγαζαν σπίθες.
"Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα", 1928, παραγωγή Georges Pitoeff (πηγή). |
Θυμάμαι ένα άλλο βράδυ που τον έβριζαν άσχημα. Ήταν η πρεμιέρα του Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα. Το 1921 στο θέατρο Βάλλε. Η πλατεία τον φώναζε τρελό και το πλήθος τον δέχτηκε με γέλια και θόρυβο, καθώς έφευγε μαζί με τον Βεργκάνι κι έναν άλλον θαυμαστή του, χαμογελώντας με το συνηθισμένο του χαμόγελο γεμάτο επιείκεια. Αυτό το ίδιο έργο θα εθεωρείτο εργότερα το αριστούργημά του και παιζόταν σ' όλα τα θέατρα του κόσμου.
Στα σφυρίγματα έλαμπε, γιατί ήξερε πως είχε πει πράγματα που προκαλούσαν ακόμα την αντίδραση. Δεν δούλευε ποτέ για την πλατεία, γι' αυτό και το έργο του είναι πρωτότυπο. Πρωτοπορούσε στην εποχή του. Επειδή δεν τον καταλάβαιναν, οι πιο ανόητοι τον κορόιδευαν ακι οι πιο δειλοί κρυφά τον συμπαθούσαν. Όμως θυμάμαι μερικές πρεμιέρες στα θέατρα του Βερολίνου και του Παρισιού, όπου οι θεατές, από ράτσα περισσότερο εγκεφαλική και λιγότερο αυθόρμητη, σφίγγανε τα χέρια στους κροτάφους τους, προσπαθώντας να παρακολουθήσουν τον καταθλιπτικό διάλογο αυτού του φοβερού ερευνητή με την απανθρωπη διαύγεια, που άστραφτε από πικρό σαρκασμό, στη διαβολική, σχεδόν αστυνομική, ψυχολογική του αναζήτηση.
"Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα", Λυδία Φωτοπούλου (κόρη), Εθνικό Θέατρο, 2003. |
Οι ενοχλητικές ανακαλύψεις στις οποίες οδηγούσε η στενή του διαλεκτική, γέμιζαν έκπληξη τα ξένα ακροατήρια, και τα τάραζε ο ανθρώπινος τόνος που διαφαινόταν κάτω από το πικρό του χαμόγελο. Άλλωστε, το μόνιμο χαμόγελο του Πιραντέλλο σήμαινε ακριβώς αυτό. ήξερε πως οι άνθρωποι δεν θέλουν να ξέρουν τη δική τους αλήθεια, και πως θέλουν μονάχα να διασκεδάσουν χωρίς σκέψεις. Αλλά δεν είναι μόνο η διαλεκτική της φιλοσοφίας του, η ψυχολογική του ανάλυση, η ανατομία των χαρακτήρων του που δίνει δύναμη στους φοβερούς του συλλογισμούς, είναι και η ικανότητα της απευθείας κι άμεσης επικοινωνίας, η οποία οφείλεται στη διάλεκτο που χρησιμοποιεί και η οποία δίνει εκπληκτική δύναμη στα δημιουργήματά του. Το πρόβλημα της γλώσσας του Πιραντέλλο στην εξέταση του θεάτρου είναι αρκετά σπουδαίο, δεδομένου ότι η γλώσσα του, αντίθετα με τη γραφόμενη, είναι φτιαγμένη από ζωντανές εκφράσεις. Είναι μια μοντέρνα αντίδραση στην ακδημαϊκή γλώσσα, τη φτιαγμένη από νεκρές λέξεις και βαλσαμωμένες φόρμες.
"Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα", Παναγιώτης Μπενέκος (αγόρι), Όλγα Τουρνάκη (ηθοποιός Κλυταιμνήστρα), Τερέζα Μόσχου (κοριτσάκι), Εθνικό Θέατρο, 2013. |
Το θέατρο θέλει γλώσσα ζωντανή, γι΄ αυτό και το είδος του στιλιζαρισμένου και λογοτεχνικού θεάτρου δεν κατορθώνει πια να φέρει τον σύγχρονο θεατή κοντά στα πρόσωπα του μύθου κατά τρόπο άμεσο κι αβίαστο. Τα πρόσωπα, στα λογοτεχνικά είδη του θεάτρου, μιλάνε μια γλώσσα συχνά προσποιητή και ψεύτικη. Δεν προκαλούν ούτε το κλάμα, ούτε το γέλιο. Είναι αγάλματα, φιγούρες, κοστούμια, κούκλες. Όλα γίνονται με υπολογισμό και με ψυχρή σκέψη. Ο Πιραντέλλο λάτρευε τη γλώσσα την καθημερινή και με το Απόψε αυτοσχεδιάζουμε απόδειξε πως αναγνώριζε τη δυνατότητα του αυτοσχέδιου θεάτρου , που είναι η μεγαλύτερη δόξα του ιταλικού θεάτρου ακι η πιο αξιόλογη σκηνική εφεύρεση του παγκόσμιου θεάτρου. Η ευκινησία της πρόζας που προερχόταν απ' αυτόν τον ίδιο το ρυθμό των αισθημάτων που γεννιόνταν το ένα πίσω από το άλλο, μέσα στον αναβρασμό της ζωής. Γι' αυτό και οι φράσεις τους δεν μπορούσαν να 'ναι μακριές, ακαδημαϊκές. Οι προτάσεις του ανταποκρίνονταν στο χτύπο της καρδιάς του, μπροστά στις ανακαλύψεις που έκανε όταν σκεπτόταν τις φόρμες που αναπάντεχα παίρνει η ζωή. Γι' αυτό και ο πατέρας στο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα λέει: "Το δράμα για μένα είναι όλο ε΄δω, στη συνείδηση που έχω πως ο καθένας μας πιστεύει πως είναι ένας, ενώ δεν είναι αλήθεια."
Ήξερε να βασίζει τη βαθιά του σκέψη για τις τραγικές περιπτώσεις των ανθρώπων που είναι αβέβαιοι για τη φαινομενική τους φόρμα, πάνω στις ενστικτώδεις κια φυσικές σκηνικές ακδηλώσεις της αυτοσχέδιας κωμωδίας.. που μόνο αυτή είναι ο καθρέφτης της ιδιοσυγκρασίας μας και ξέρει να μεταφράζει τις άμεσες αντιδράσεις σε φαινόμενα πραγματικότητας. Να λοιπόν η πιο λαϊκή και εμπνευσμένη σκηνική φόρμα στην υπηρεσία μιας εξελιγμένης και μοντέρνας φιλοσοφίας. Αυτή είναι η αντίδραση του Πιραντέλλο απέναντι στο θέατρο χαρακτήρων, στο θέατρο της φωτογραφικής ακι κοινότυπης πραγματικότητας. Στο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα επανερχεται ακριβώς, στην πιο υψηλή φόρμα της σκηνικής τέχνης που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, την κομέντια ντελ' άρτε. Ο Πιραντέλλο ήταν, από μια άποψη, ο αντι-Γκολντόνι. όχι γιατί πέρασε πέρα από το νατουραλισμό και τους χαρακτήρες των κοινών ανθρώπων, αλλά γιατί εξετίμησε τη μεγάλη αξία της Κομέντια ντελ άρτε.
Έχω πει πολλές πως η αληθινή, η μεγάλη τέχνη, είναι πάντα προμελετημένη. Πιστεύω πως η κωμωδία, η αυτοσχέδια, φαινόταν πιο ευγενική κάθε φορά που ήταν καλά προμελετημένη, και πως η κωμωδία η γραπτή ήταν πιο μεγάλη κάθε φορά που έμοιαζε αυτοσχέδια. Να γιατί στην αληθινή τέχνη -που είναι πάντα μία- τα δύο είδη πλησιάζουν, ενώνονται και παίρνει τη γνώση το ένα από το άλλο. Η τοπική διάλεκτος στους συγγραφείς -έλεγε ο Πιραντέλλο- δεν είναι καθρέφτης αλλά αληθινή κι αυτούσια δημιουργία. Η ζώη μιας εποχής, στην πραγματικότητα που τη δίνει ο Βέργκα, δηλαδή όπως αυτός τη βλέπει, όπως αυτός τη νιώθει, όπως αναδύει και ζει μέσα του, δεν μπορεί να εκφραστεί αλλιώς απ' ό,τι την εκφράζει ο Βέργακ. Αυτή η γλώσσα είναι η ίδια του η δημιουργία, φτιαγμένη όχι από λέξεις που θέλουν να 'ναι ωραίες ή άσχημες, αλλά απ' αυτά που θέλει να πει και που λέγοντάς τα, τα κάνει να ζουν.
Οι ράτσες με το ζεστό ταπεραμέντο, οι ράτσες οι γραφικές, αισθάνονται την ανάγκη να βρουν εκφράσεις χρωματικά αντίστοιχες σε μια ψυχική κατάσταση, σε μια αίσθηση. Κανένας καλύτερα από μένα δεν μπορεί να καταλάβει αυτή την ανάγκη. Όταν οι κριτικοί μιλάνει για τη σπαμένη σύνταξη του Πιραντέλλο, εννοώντας την κομματιαστή του πρόταση, κρίνουν ακριβώς τη γλώσσσα που μιλιέται, τη ζωντανή έκφραση που 'ναι φυσικά νευρική. Ο Πιραντέλλο έγραφε: Δεν είναι λάθος των ιταλών συγγραφέων, ούτε φτώχια επαναλαμβάνω, αλλά αντίθετα πλούτος αληθινός και ζωντανός για τη λογοτεχνία τους η χρησιμοποίηση της ντόπιας γλώσσας σε κάθε εποχή.
Ντόπιο ήταν και το παλιό σάλι που του ζέσταινε τα γόνατα κάτω απ' το γραφείο, στη φτωχική του κάμαρα, το 1915, και μέσα στο οποίο ο αγαπητός καθηγητής της νιότης μου τυλίχτηκε πεθαίνοντας."
Άντον τζούλιο Μπραγκάλια
15 Μάη 1962
από το πρόγραμμα της παράστασης "Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα"
2003, Εθνικό Θέατρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,
είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.