Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Μια γυναίκα πλάι στη θάλσσα - Γιάννης Ρίτσος


«Το έργο αυτό είναι το δεύτερο θεατρικό του ποιητή και το αρχαιότερο από τα σωζόμενα (Νοέμβρης του' 42, κατοχή, δεύτερος κατοχικός χειμώνας).

Διάσπαρτος ο Ρίτσος στο έργο μέσα από τη φιγούρα του τρελό- Μάνθου, που λέει τις αλήθειες της ζωής.



Για το ρόλο του τρελού µέσα στο έργο  του Ρίτσου διαβάζουµε από τη Χ. Προκοπάκη: "Οι τρελοί του Ρίτσου είναι ύποπτοι. Είναι οι προνοµιούχοι που βλέπουν. Η τρέλα συνδυάζεται µε µια δύναµη ενόρασης. Ακόµα οι τρελοί έχουν το προνόµιο ν' αψηφούν τον έλεγχο της εξουσίας ή τα ταμπού. Χρησιμοποιούν μια γλώσσα άλλοτε συμβολική, άλλοτε ωμή και άμεση. Και στις δυο περιπτώσεις έχουν και προσφέρουν στον ποιητή ένα ακόμη άλλοθι, ένα προσωπείο.
Ο τρελό- Μάνθος περιγράφεται κακοντυµένος, ξυπόλητος, κρατώντας κάτω απ' τη µασχάλη του µιαν άδεια θήκη βιολιού, παλιά, στραπατσαρισµένη. Ξεκινά µε µονόλογο, που αγαπά ο ποιητής, και σε στίχο ελεύθερο. Ο λόγος του είναι δηµώδης µε σκωπτική, περιπαιχτική διάθεση, αλλά και αυτοσαρκασµό: τι πιο καλό να κάνεις απ' το να 'σαι τρελός; Έτσι μπορείς να κάνεις και να λες ό, τι κι αν σου γουστάρει, χωρίς να δίνεις λόγο σε κανένα!
τα θεατρικά του Γιάννη Ρίτσου
Η τρέλα του Μάνθου λειτουργεί απελευθερωτικά για τον ίδιο, για τον ποιητή, αλλά και για τους γύρω του.
Ο ποιητής δηλώνει από την αρχή την πρόθεσή του να είναι όσο αληθινός και ωμός επιθυμεί, απαλλαγμένος από τις κοινωνικές συμβατικότητες, που διαστρεβλώνουν τη συμπεριφορά και την ουσία των πράξεων. 

Η προσωπίδα του ποιητή αναγκάζει όλες τις άλλες να αποκαθηλωθούν από τα πρόσωπα των χαρακτήρων του έργου, ίσως και από τα πρόσωπα του κοινού.
Λίγους στίχους παρακάτω θυµίζει στον τρόπο που περιγράφει τον εαυτό του λίγο από το γελωτοποιό της μεσαιωνικής αυλής, που κορόιδευε μικρούς και µεγάλους, έκανε γκριµάτσες και ακροβατικά δηµιουργώντας έναν κόσµο γκροτέσκο, ενίοτε ακαλαίσθητο, σαν καθρέφτη µεγεθυντικό του παράλογου και γελοίου του πραγµατικού κόσµου. Δεν µπορούµε να µη συσχετίσουµε την εικόνα αυτή µε το µεσαίωνα της κατοχής, οπότε και γράφτηκε το θεατρικό και να μην ανακαλέσουµε τη φράση του ποιητή, όταν µιλώντας για το συγκεκριµένο έργο, έγραψε σε γράµµα του: Σου λέω µονάχα πως γράφτηκε στην Κατοχή µε την ελπίδα να παιχτεί τότε. Γι' αυτό είναι περιβληµένο µ' αυτή την αχλύ. Δεν µπορούσα κείνο τον καιρό να µιλήσω πιο ξάστερα.
ο Γιάννης Ρίτσος
Η φράση του τρελο-Μάνθου "Πάντα κάτι πρέπει να 'βρεις για να σκοτώνεις τον καιρό που σε σκοτώνει!" είναι δηλωτική από τη μια της ανημποριάς και της απόγνωσης, που σε ανελεύθερους καιρούς παγιδεύει και στραγγαλίζει τις ελεύθερες Ψυχές, σαν του ποιητή μας, από την άλλη και της αντίστασης, ακόμα και της απονενοημένης αντίστασης.
"Και τώρα, δρόµο. Έλα µαζί µου, γιατί βλέπω/ Κάποιους που 'ναι μουρλοί και δεν το ξέρουν./ Μα εµείς που ξέρουµε πως είµαστε µουρλοί/ Ίσια τραβάµε για να γίνουµε σοφοί.": Η τρέλα, η μέθεξη του ποιητή στα άρρητα της ζωής και η μύησή του στα μυστήριά της, όπου η απολλώνια λογική συναντά τη διονυσιακή έκσταση, οδηγούν στην ολοκλήρωση και στην αυτοσυνειδησία, καθώς και στην αρμονία με το σύμπαν.
Αυτή η τρέλα, η ενορατική, η πάσχουσα από θείο δέος, είναι οδός σωτηρίας κι όχι απώλειας. Στο "ίσια τραβάμε" αναγνωρίζουμε τη στάση ζωής του Ρίτσου, πάντα αγωνιστική και ανοδική. Όταν ο άνθρωπος δεχτεί το παράλογο της ύπαρξής του, η γνώση του άλογου θα τον οδηγήσει στη γνώση του λόγου. Η άγνοια όμως της ανθρώπινης ατασιακότητάς του θα τον κρατάει καθηλωμένο στις λειψές αλήθειες της τρέχουσας λογικής, που είναι μονομερής και ανεπαρκής.
Ο τρελό Μάνθος θέλει να υποστεί µια δοκιµασία από τη µοίρα. Να υποστεί µια λοβοτοµή, ώστε να πάψει να είναι διαφορετικός - κάτι που τον κάνει να πονάει και να αγωνιά- και να καταφέρει να συµβιβαστεί, να ακολουθεί τον κύκλο και να ζει µες το κλουβί, όπως όλοι. Να µιλάει, όπως όλοι και έτσι όλοι να είναι ευχαριστηµένοι, που τίποτα και κανένας δε διαφερει. Ηταν άραγε αυτή η σκέψη µια µύχια ακκίδα στην ποιητική Ψυχή, που συνεχώς ταλανιζόταν από τη διαφορετικότητά της;
Κορυφαία στιγµή του ποιητικού δράµατος, όταν ο Μάνθος απαγγέλλει: «Με τον καιρό κάθε πληγή γιατρεύεται/Κι ανοίγει άλλη πληγή κι αυτή γιατρεύεται, Η νέα πληγή γιατρεύει την παλιά/ Ως να γιατρέψουµε την ίδια τη γιατριά.». Συµπυκνωµένη η µοίρα της χώρας µας µα και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Πληγή πάνω στην πληγή, αναγκαστική επούλωση, µα το µεγάλο ζητούµενο είναι το ίδιο το όραµα του κόσµου να εξυγιανθεί, οι ιδέες να ανυφωθούν και να µην απαιτούνται νέες θυσίες και νέες πληγές. Αυτό ήταν το κοινωνικό και πολιτικό όραµα του Ρίτσου. Ο ρόλος του τρελού τελειώνει, όταν δέχεται στο κούτελο το φιλί της Βαρβάρας, της κεντρικής ηρωίδας.
Ο Μάνθος - ποιητής γίνεται το σύµβολο του έρωτα, που δεν πραγµατώθηκε, γίνεται η µνήµη των ανθρώπων, που θα διαφυλάξει ό.τι καλό και ωραίο φάνηκε στον κόσµο. Η συγκεκριµένη περσόνα είναι ο ευαίσθητος δέκτης όλων των αγωνιών, των ανησυχιών, των καηµών και των πόνων των δρώντων προσώπων και ο εκφραστής όλων των ανείπωτων. Η σκωπτική, αθώα, ζωντανή και µη συµβατική σκηνική του παρουσία είναι ο αστάθµητος παράγοντας, που προσδίδει στο έργο µια φευγαλέα αίσθηση από θέατρο παραλόγου
Μαίρη Χιώτη, περιοδικό Φιλολογική, 2011

διβάστε:
Γιάννης Ρίτσος - Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα - απόσπασμα
Ο λόφος με το συντριβάνι - θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου
Τα ραβδιά των τυφλών - θεατρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,
είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...