Τα "Μπουλούκια" είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του ηθοποιού. Κυκλοφόρησαν την 28η Οκτώβρη του 1940 και επανατυπώθηκαν το 1960, μαζί με τα "Ημιτόνια".
Οι «χωρίς φίρμα»
Μήνες τώρα κάθονται στο «Στέμμα»
και ζούνε με μια χίμαιρα
και καποιο ψέμα.
προσμένουν ένα θιασάρχη
να τους αγκαζάρει
για κάποια μακρινή επαρχία
για να συνεχιστεί η θλιβερή τους ιστορία.
τα δυο, που οικονομήσανε για σήμερα
τσιγάρα, τάχουν καπνίσει,
κι έχουν αρχίσει
τα νεύρα τους να σπάνε
Το γκαρσόνι τους κοιτάζει αυστηρά
-τους ρώτησ' όλους στη σειρά-
δεν πήρε κανένας τους πιοτό.
Κι είναι σωστό
να πιάνουνε αδίκως το τραπέζι;
Μια γριά θεατρίνα
-είχε παίξει κάποτε και στην Αθήνα-
με παράπονο κοιτάζει
τις καινούριες. τα μάτια της σκεπάζει,
κι ονειροπολεί περασμένες ιστορίες
που όλες έχουν γραφτεί στις επαρχίες.
Κι είν' όλοι τους σα να μη ζούνε....
τους κυκλώνουν τόσοι πόνοι!
Κι όλο προσμένουν κάποιο θεατρώνη.
Μπουλούκια
Είμαστ' όλοι πολύ μικροί. Δίχως φίρμα.
Μπουλούκια μας λένε. Άγνωστοι θεατρίνοι.
Ένας Μίμης, η Κατινίτσα, κάποια Ίρμα
κι άλλοι πολλοί ακόμα θλιμμένοι αρλεκίνοι.
Αποχαιρετήσαμε κάθε χαρά μας
κοινή. Και τραβήξαμ' έν' άγνωστο δρόμο.
Μα με τον ακιρό πνίξαμε τα όνειρά μας
κι ένα βαρύ σταυρό επήραμε στον ώμο.
τώρα η θλίψη μας συντροφεύει, κι η πείνα
πάντα. Στα χείλη ποτέ πια δεν θ' ανθίσει
χαρά. Τα προχτές μια μικρή μπαλαρίνα
-ένα ρόδο χλωμό- τη θέρισ' η φθίση.
Ποιος ξέρει αλήθεια, καθενός ο πατέρας,
πόσα όνειρα ωραία, για το γιο είχε πλέξει!
Να γινόταν της επιστήμης αστέρας!
Μ' αυτός στο ζάρι τη ζωή του έχει παίξει.
Και σεις πέρα κει, στις μακρινές επαρχίες
που τα «μπουλούκια» σας διώχνουνε την πλήξη,
αν μαθαίνατε τις θλιβερές μας ιστορίες,
ο πόνος, την καταφρόνια θάχε πνίξει...
Ένα γράμμα
(Τόγραψε κάποιος νέος ηθοποιός που βγήκε για πρώτη φορά να παίξει στην επαρχία.)
Παράξενο το γράμμα μου θα σου φανεί.
Σου γράφω βιαστικά μες στο καμαρίνι,
στο διάλειμμα. Σε λίγο βγαίνω στη σκηνή,
παίζω ένα καλό ρολάκι στο «Μπουρίνι».
Προχτές επαίζαμ' ένα δράμα ιψενικό,
Κι ήταν λιγοστός ο κόσμος μες στη σάλα.
Μάθε πως το Λελάκι έμεινε νηστικό,
πέρασε μόνο μ' ένα ποτήρι γάλα.
Και βλαστήμησα την τέχνη την υψηλή,
όλους, τον Ίψεν, το σαίξπηρ, το Μολιέρο...
Είν' αλήθεια πως επεινούσαμε πολύ
μα και πότε χορτάσουμε δεν ξέρω.
Είναι σκληρός ο αγώνας για το ψωμί.
Γυρίζουμ' όλη την ώρα σαν τσιγγάνοι.
Κι ήρθε στ' αλήθεια, Τάκη μου, κάποια στιγμή
που είπα πια: Καλύτερα νάχα πεθάνει.
Το θυμάσαι πόσα όνειρα κάποια φορά
με τη Λέλα, για τέχν' είχαμε κάνει;
Μα τώρα πάει, έσβησ' η πρώτη μας χαρά
χίμαιρα η τέχνη, κανείς μας δεν τη φτάνει.
Δε σου γράφω άλλα, ίσως να λυπηθείς. Μπορεί
και για το θέατρο ο πόθος σου να σβήσει...
Περιμένω γράμμα σου. -Η Λέλα θα χαρεί
κι ίσως λιγάκι να μας παρηγορήσει...
Μια ασήμαντη ιστορία...
Κάποτε μια θεατρινούλα
σ' όποιο «μπουλούκι» πήγαινε
έπαιρνε και τη μάνα της μαζί
για να τη ζει.
Κι έτσι έπρεπε η γριά να πίνει
κάθε φαρμάκι που οι θεατρίνοι
πίνανε...
Σε κάποια μακρινή τουρνέ
αρρώστησε η μάνα
τι, σ' έναν κρύο καφενέ
κοιμότανε κι αυτή.
Η αναδουλιά τους ήτανε φριχτή,
την είσπραξη, την τιποτένια
την κάναν φάρμακα,
Μα για το «θίασο» ευτυχώς
κάποια βραδιά το φως
αποχαιρέτησε η γριά.
Δαπάνες μια κοινότητος της θάψανε,
και γράψανε
πάνω στο μνήμα της:
«Ενταύθα κείται η μητέρα
κάποιας θεατρίνας. Πέθανε μια εσπέρα
χειμωνιάτικη. Έφυγε πικραμένη
γιατί δεν μπόρεσε να δει
την καλή της παντρεμένη».
Είναι κάτι γέροι
Μ' απέραντη χαρά
οι θεατρίνοι ταξιδεύουνε.
Κάθε φορά
που μπαίνουν σε καράβι
να πάνε σ' αλλη «πιάτσα»
νιώθουνε μέσα τους ν' ανάβει
μι' αγάπη για τη θάλασσα...
Μα είναι κάτι γέροι
που έχουν βαρεθεί να ταξιδεύουνε
Δέκα φορές τα ίδια μέρη
έχουνε δει.
Καράβια, αυτοκίνητα και τρένα,
ακόμα και φορτηγά,
τους έχουνε αφήσει σε κάθε χώμα
σε μεγάλες πόλεις και χωριά.
Μοιάζουν με κάτι ναυτικούς
πούχουν τη θάλασσα μπουχτίσει
και θέλουν στη στριά να μείνουν πια.
Ζητάνε μια γωνιά
να ξαποστάσουνε
Μα ποιος να τους τη δώσει;
Πάνω σ' ένα ταξίδι κάποια μέρα
φριχτά η ζωή τους θα τελειώσει...
Η πρώτη τουρνέ
Σ' ένα «μπουλούκι» πούφευγε
για τα νησιά
ήτανε κι ένας νέος,
που πήγαινε τουρνέ
πρώτη φορά.
ξεκίνησ' ένα δειλινό
απ' τον Πειραιά
με χίλια όνεορα,
ωραίος Δον Κιχώτης
μέσα σε μαραμένους
δον Κιχώτες.
στο μουράγιο
Κάποιο χεράκι κέρινο
κουνούσ' ένα μαντίλι
και τούδινε κουράγιο.
Ω, τι ταξίδι ονειρεμένο!
Πεντέξη γλάροι τον ακολουθούσαν
ως που νύχτωσε...
Έπαιξε πλήθος ρόλους
-κωμικούς, δραματικούς-
μπροστά σε θεατές
που τρώγαν πασατέμπο
και νυστάζανε
...................................................
Και κάποια μέρα
πούλησε το μοναδικό,
καλό κουστούμι του,
βρήκε τα ναύλα,
κι έφτασε στον πειραιά.
κανένας δεν τον πρόσμενε,
ούτε το κέρινο χέρι
μήτε οι γλάροι....
σήκωσε τη βαλίτσα του
και δίχως σκέψεις,
χωρίς όνειρα,
πήρ' ένα δρόμο
χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.
Εσείς που σας τυραννάει η πλήξη
Εσείς, φτωχοί μου, που η πλήξη
σας έχει αρρωστήσει.
Και κάθε πόθο για τη ζωή
σας έχει σβήσ' η ανία,
να μπορούσατε για λίγο
να φύγετε μ' ένα «μπουλούκι»
θα βρίσκατε το λυτρωμό.
Για ένα ταξίδι
δίχως τελικό σταθμό
θα ξεκινούσατε.
Σε «τρίτης θέσεως» βαγόνια
καθιστοί, θε να κοιμόσαστε.
Κάποια βραδιά απ' «τ' αψηλ' αλώνια
του Αιγίου,»
θα χαιρόσαστε τον «Κορινθιακό»
Μια νύχτα, στις ρούγες
ενός νησιού του Ιονίου
θα βγαίνατε σεργιάνι.
Σε κάποια πόλη ασφαλώς
κάποια μικρούλα
θα σας ερωτευότανε
και θ'ασαστε εσείς η μόνη
ποικιλία
μες στη μονοτονία
της ζωής της.
Σ' ένα «παλιόσπιτο» στην Ξάνθη
θα βλέπατε πόσο φριχτά
μαραίνονται τ' άνθη
αυτά τ' ανθρώπινα, οι γυναίκες.
Στη Σαλονίκη μια εβραιοπούλα
θα γινότανε για λίγο
της ζωής σας ο σκοπός.
Λύπες, χαρές, ταξίδια,
έρωτες, πείνες και μεθύσια
θα διαδέχονταν το ένα το άλλο,
κι όχι πάντοτε τα ίδια.
Όλη την αθλιότητα
και το μεγαλείο της ζωής
θα γευόσαστε...
Και στο τέλος, κάποια μέρα
θα γυρνούσατε και πάλι
στην Αθήνα,
γιατί αλλιώς ρουτίνα
και για σας, θα καταντούσε
το μπουλούκι.
διαβάστε:
Μίμης Φωτόπουλος - ποιήματα
Ο ποιητής Μίμης Φωτόπουλος
Οι «χωρίς φίρμα»
Μήνες τώρα κάθονται στο «Στέμμα»
και ζούνε με μια χίμαιρα
και καποιο ψέμα.
προσμένουν ένα θιασάρχη
να τους αγκαζάρει
για κάποια μακρινή επαρχία
για να συνεχιστεί η θλιβερή τους ιστορία.
τα δυο, που οικονομήσανε για σήμερα
τσιγάρα, τάχουν καπνίσει,
κι έχουν αρχίσει
τα νεύρα τους να σπάνε
Το γκαρσόνι τους κοιτάζει αυστηρά
-τους ρώτησ' όλους στη σειρά-
δεν πήρε κανένας τους πιοτό.
Κι είναι σωστό
να πιάνουνε αδίκως το τραπέζι;
Μια γριά θεατρίνα
-είχε παίξει κάποτε και στην Αθήνα-
με παράπονο κοιτάζει
τις καινούριες. τα μάτια της σκεπάζει,
κι ονειροπολεί περασμένες ιστορίες
που όλες έχουν γραφτεί στις επαρχίες.
Κι είν' όλοι τους σα να μη ζούνε....
τους κυκλώνουν τόσοι πόνοι!
Κι όλο προσμένουν κάποιο θεατρώνη.
Μπουλούκια
Είμαστ' όλοι πολύ μικροί. Δίχως φίρμα.
Μπουλούκια μας λένε. Άγνωστοι θεατρίνοι.
Ένας Μίμης, η Κατινίτσα, κάποια Ίρμα
κι άλλοι πολλοί ακόμα θλιμμένοι αρλεκίνοι.
Αποχαιρετήσαμε κάθε χαρά μας
κοινή. Και τραβήξαμ' έν' άγνωστο δρόμο.
Μα με τον ακιρό πνίξαμε τα όνειρά μας
κι ένα βαρύ σταυρό επήραμε στον ώμο.
τώρα η θλίψη μας συντροφεύει, κι η πείνα
πάντα. Στα χείλη ποτέ πια δεν θ' ανθίσει
χαρά. Τα προχτές μια μικρή μπαλαρίνα
-ένα ρόδο χλωμό- τη θέρισ' η φθίση.
Ποιος ξέρει αλήθεια, καθενός ο πατέρας,
πόσα όνειρα ωραία, για το γιο είχε πλέξει!
Να γινόταν της επιστήμης αστέρας!
Μ' αυτός στο ζάρι τη ζωή του έχει παίξει.
Και σεις πέρα κει, στις μακρινές επαρχίες
που τα «μπουλούκια» σας διώχνουνε την πλήξη,
αν μαθαίνατε τις θλιβερές μας ιστορίες,
ο πόνος, την καταφρόνια θάχε πνίξει...
πίνακας του Μίμη Φωτόπουλου με κολλάζ από γραμματόσημα |
Ένα γράμμα
(Τόγραψε κάποιος νέος ηθοποιός που βγήκε για πρώτη φορά να παίξει στην επαρχία.)
Παράξενο το γράμμα μου θα σου φανεί.
Σου γράφω βιαστικά μες στο καμαρίνι,
στο διάλειμμα. Σε λίγο βγαίνω στη σκηνή,
παίζω ένα καλό ρολάκι στο «Μπουρίνι».
Προχτές επαίζαμ' ένα δράμα ιψενικό,
Κι ήταν λιγοστός ο κόσμος μες στη σάλα.
Μάθε πως το Λελάκι έμεινε νηστικό,
πέρασε μόνο μ' ένα ποτήρι γάλα.
Και βλαστήμησα την τέχνη την υψηλή,
όλους, τον Ίψεν, το σαίξπηρ, το Μολιέρο...
Είν' αλήθεια πως επεινούσαμε πολύ
μα και πότε χορτάσουμε δεν ξέρω.
Είναι σκληρός ο αγώνας για το ψωμί.
Γυρίζουμ' όλη την ώρα σαν τσιγγάνοι.
Κι ήρθε στ' αλήθεια, Τάκη μου, κάποια στιγμή
που είπα πια: Καλύτερα νάχα πεθάνει.
Το θυμάσαι πόσα όνειρα κάποια φορά
με τη Λέλα, για τέχν' είχαμε κάνει;
Μα τώρα πάει, έσβησ' η πρώτη μας χαρά
χίμαιρα η τέχνη, κανείς μας δεν τη φτάνει.
Δε σου γράφω άλλα, ίσως να λυπηθείς. Μπορεί
και για το θέατρο ο πόθος σου να σβήσει...
Περιμένω γράμμα σου. -Η Λέλα θα χαρεί
κι ίσως λιγάκι να μας παρηγορήσει...
Μια ασήμαντη ιστορία...
Κάποτε μια θεατρινούλα
σ' όποιο «μπουλούκι» πήγαινε
έπαιρνε και τη μάνα της μαζί
για να τη ζει.
Κι έτσι έπρεπε η γριά να πίνει
κάθε φαρμάκι που οι θεατρίνοι
πίνανε...
Σε κάποια μακρινή τουρνέ
αρρώστησε η μάνα
τι, σ' έναν κρύο καφενέ
κοιμότανε κι αυτή.
Η αναδουλιά τους ήτανε φριχτή,
την είσπραξη, την τιποτένια
την κάναν φάρμακα,
Μα για το «θίασο» ευτυχώς
κάποια βραδιά το φως
αποχαιρέτησε η γριά.
Δαπάνες μια κοινότητος της θάψανε,
και γράψανε
πάνω στο μνήμα της:
«Ενταύθα κείται η μητέρα
κάποιας θεατρίνας. Πέθανε μια εσπέρα
χειμωνιάτικη. Έφυγε πικραμένη
γιατί δεν μπόρεσε να δει
την καλή της παντρεμένη».
πίνακας του Μίμη Φωτόπουλου με κολλάζ από γραμματόσημα |
Είναι κάτι γέροι
Μ' απέραντη χαρά
οι θεατρίνοι ταξιδεύουνε.
Κάθε φορά
που μπαίνουν σε καράβι
να πάνε σ' αλλη «πιάτσα»
νιώθουνε μέσα τους ν' ανάβει
μι' αγάπη για τη θάλασσα...
Μα είναι κάτι γέροι
που έχουν βαρεθεί να ταξιδεύουνε
Δέκα φορές τα ίδια μέρη
έχουνε δει.
Καράβια, αυτοκίνητα και τρένα,
ακόμα και φορτηγά,
τους έχουνε αφήσει σε κάθε χώμα
σε μεγάλες πόλεις και χωριά.
Μοιάζουν με κάτι ναυτικούς
πούχουν τη θάλασσα μπουχτίσει
και θέλουν στη στριά να μείνουν πια.
Ζητάνε μια γωνιά
να ξαποστάσουνε
Μα ποιος να τους τη δώσει;
Πάνω σ' ένα ταξίδι κάποια μέρα
φριχτά η ζωή τους θα τελειώσει...
Η πρώτη τουρνέ
Σ' ένα «μπουλούκι» πούφευγε
για τα νησιά
ήτανε κι ένας νέος,
που πήγαινε τουρνέ
πρώτη φορά.
ξεκίνησ' ένα δειλινό
απ' τον Πειραιά
με χίλια όνεορα,
ωραίος Δον Κιχώτης
μέσα σε μαραμένους
δον Κιχώτες.
στο μουράγιο
Κάποιο χεράκι κέρινο
κουνούσ' ένα μαντίλι
και τούδινε κουράγιο.
Ω, τι ταξίδι ονειρεμένο!
Πεντέξη γλάροι τον ακολουθούσαν
ως που νύχτωσε...
Έπαιξε πλήθος ρόλους
-κωμικούς, δραματικούς-
μπροστά σε θεατές
που τρώγαν πασατέμπο
και νυστάζανε
...................................................
Και κάποια μέρα
πούλησε το μοναδικό,
καλό κουστούμι του,
βρήκε τα ναύλα,
κι έφτασε στον πειραιά.
κανένας δεν τον πρόσμενε,
ούτε το κέρινο χέρι
μήτε οι γλάροι....
σήκωσε τη βαλίτσα του
και δίχως σκέψεις,
χωρίς όνειρα,
πήρ' ένα δρόμο
χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.
Εσείς που σας τυραννάει η πλήξη
Εσείς, φτωχοί μου, που η πλήξη
σας έχει αρρωστήσει.
Και κάθε πόθο για τη ζωή
σας έχει σβήσ' η ανία,
να μπορούσατε για λίγο
να φύγετε μ' ένα «μπουλούκι»
θα βρίσκατε το λυτρωμό.
Για ένα ταξίδι
δίχως τελικό σταθμό
θα ξεκινούσατε.
Σε «τρίτης θέσεως» βαγόνια
καθιστοί, θε να κοιμόσαστε.
Κάποια βραδιά απ' «τ' αψηλ' αλώνια
του Αιγίου,»
θα χαιρόσαστε τον «Κορινθιακό»
Μια νύχτα, στις ρούγες
ενός νησιού του Ιονίου
θα βγαίνατε σεργιάνι.
Σε κάποια πόλη ασφαλώς
κάποια μικρούλα
θα σας ερωτευότανε
και θ'ασαστε εσείς η μόνη
ποικιλία
μες στη μονοτονία
της ζωής της.
Σ' ένα «παλιόσπιτο» στην Ξάνθη
θα βλέπατε πόσο φριχτά
μαραίνονται τ' άνθη
αυτά τ' ανθρώπινα, οι γυναίκες.
Στη Σαλονίκη μια εβραιοπούλα
θα γινότανε για λίγο
της ζωής σας ο σκοπός.
Λύπες, χαρές, ταξίδια,
έρωτες, πείνες και μεθύσια
θα διαδέχονταν το ένα το άλλο,
κι όχι πάντοτε τα ίδια.
Όλη την αθλιότητα
και το μεγαλείο της ζωής
θα γευόσαστε...
Και στο τέλος, κάποια μέρα
θα γυρνούσατε και πάλι
στην Αθήνα,
γιατί αλλιώς ρουτίνα
και για σας, θα καταντούσε
το μπουλούκι.
διαβάστε:
Μίμης Φωτόπουλος - ποιήματα
Ο ποιητής Μίμης Φωτόπουλος
Ξεκίνησε
να σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά την παράτησε στο δεύτερο
έτος. - See more at:
http://left.gr/news/mimis-fotopoylos-o-komikos-tis-kardias-mas#sthash.qyPFSxOi.dpuf
Ξεκίνησε
να σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά την παράτησε στο δεύτερο
έτος. - See more at:
http://left.gr/news/mimis-fotopoylos-o-komikos-tis-kardias-mas#sthash.qyPFSxOi.dpuf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,
είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.