Δείτε όλα τα θεατρικά έργα του Νίκου Καζαντζάκη εδώ. |
«Άλλο ένα ιστορικό πρόσωπο και γεγονός που εμπνέει τη θεατρική δημιουργία του Νίκου Καζαντζάκη. Πρωτοδημοσιεύτηκε απ' τις εκδόσεις "Στοχαστής" το τελευταίο δεκαήμερο του Δεκέμβρη 1927 κι αναφέρεται στο ιστορικό περιστατικό της δολοφονίας του Νικηφόρου Φωκά από τον Τσιμισκή.
»Ολόκληρο το έργο διακατέχεται από ένα έντονο θρησκευτικό και μεταφυσικό κλίμα. Η δράση κινείται έντονα σ’ ένα εσωσυνειδησιακό επίπεδο [...].»
(Από το άρθρο του Θόδωρου Γραμματά «Ξαναδιαβάζοντας το έργο τού Νίκου Καζαντζάκη» στο περιοδικό Διαβάζω, Αριθ. 51, Μάρτιος 1982.)
«[...] Στο Νικηφόρο Φωκά ακούμε κάτι γνήσιο από τον ηρωισμό, τον άγριο μυστικισμό και τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του ένατου αιώνα στο Βυζάντιο. Ζούμε τα παράφορα πάθη, τις συνωμοσίες, τις ραδιουργίες.
»"Ο Νικηφόρος Φωκάς", γράφει ο Βρεττάκος, "ανήκει στη σειρά των ανήσυχων ηρώων που δε βολεύονται σε κανένα χώρο, παλεύουν, ξεπερνούν την ελπίδα και δίνουν την ηρωική τους μάχη με το θάνατο. Ο Καζαντζάκης δεν περιορίζεται στο ιστορικό γεγονός, στα περιστατικά και στις συγκρούσεις που συνιστούν το δράμα. Πίσω από τη συγκεκριμένη περίπτωση θέλει να δώσει ένα άλλου είδους δράμα, προσωπικό, βαθύτερο. Έτσι ο ανυποψίαστος Νικηφόρος πλουτίζεται με ιδέες, θεωρήσεις και ταραχές μεταχριστιανικές, υπερανθρώπινες.
Ο Νίκος Καζαντζάκης πρωτοετής φοιτητής το 1902 στην Αθήνα. |
»"Νίκησε τον άνθρωπο ύστερα από τις απανωτές του νίκες, αλλά οι λογαριασμοί του είναι ανοιχτοί με τον Θεό. Μπρος όμως από το Θεό βρίσκεται η Θεοφανώ που τον πείθει πως το μόνο σίγουρο αγαθό της γης είναι η σάρκα. Ο ίδιος όταν βρίσκεται μπρος της, νομίζει πως χαρά άλλη έξω από τη Θεοφανώ δεν υπάρχει γι' αυτόν ούτε στη γης ούτε στον ουρανό".
(Νικηφόρου Βρεττάκου: "Νίκος Καζαντζάκης: η αγωνία και το
έργο του".).»
Υπόθεση:
«Ο Νικηφόρος γυρίζει νικητής από κάποιο πόλεμο. Θα ’πρεπε να νιώθει ευχαριστημένος, κι όμως κρυφό σαράκι τρώει την ψυχή του. Οι θριαμβευτικοί ύμνοι κι οι κολακείες δεν τον ξεγελούν. Ξέρει, ο λαός κουράστηκε από τους πολέμους κι αποζητά την ηρεμία, την ειρήνη. Διαισθάνεται ότι ο Τσιμισκής [...] κερδίζει ολοένα και περισσότερο την αγάπη και την προτίμηση της Θεοφανώς. [...] Ο πόθος του τον βασανίζει νύχτα μέρα ακατάπαυστα. Ζητάει να ξεχάσει τις ευθύνες του, να χαρεί σαν κοινός άνθρωπος [...].
»Προαισθάνεται το τέλος του να πλησιάζει. Δεν τον χωράει ο τόπος, πνίγεται. Θέλει να παραχωρήσει το θρόνο στον αδελφό του Λέοντα και να ασκητέψει στο Άγιο Όρος. Η σάρκα του όμως είναι ανίσχυρη, μένει δέσμιος του πάθους του για τη Θεοφανώ. [...]
»Διαρκώς αναβάλλει τη φυγή του, ενώ η συνωμοσία εξυφαίνεται γύρω του. Η καταστροφή πλησιάζει. Η Θεοφανώ ανοίγει την πόρτα στον Τσιμισκή. Οι συνωμότες ψύχραιμοι προχωρούν στη δολοφονία. Ο Νικηφόρος καταλαβαίνει πως απόμεινε μόνος, αβοήθητος. Νικά το φόβο, αντικρίζει ατάραχος, περήφανος τη μοίρα.
"Λυτρώθηκα, γελώ! Τραγούδησε, ψυχή μου,
στο πιο αψηλό κλαρί τής ’πελπισιάς του ανθρώπου!"
»Μια γυναίκα του χορού, Σαρακηνή, που εξιστορεί το θάνατό του, αφηγείται ότι ένας από τους συνωμότες, ο Βούρτσης, του χαράκωσε με το σπαθί το πρόσωπο "απ' το μεσόφρυδο, ως κάτω το σαγόνι". Η ψυχή του όμως δε βγαίνει παρά μόνο όταν η Θεοφανώ τού μπήγει στην καρδιά το βυζομάχαιρό της. Ο Νικηφόρος λυτρωμένος από τα δεσμά τής ύλης, τινάχτηκε ορθός, μούγκρισε τρεις φορές "Δόξα σοι ο Θεός" και ξεψύχησε. [...]»
(Από το βιβλίο τής Θεοδώρας Παπαχατζάκη-Κατσαράκη "Το Θεατρικό Έργο του Νίκου Καζαντζάκη.) *
«Ο Νικηφόρος γυρίζει νικητής από κάποιο πόλεμο. Θα ’πρεπε να νιώθει ευχαριστημένος, κι όμως κρυφό σαράκι τρώει την ψυχή του. Οι θριαμβευτικοί ύμνοι κι οι κολακείες δεν τον ξεγελούν. Ξέρει, ο λαός κουράστηκε από τους πολέμους κι αποζητά την ηρεμία, την ειρήνη. Διαισθάνεται ότι ο Τσιμισκής [...] κερδίζει ολοένα και περισσότερο την αγάπη και την προτίμηση της Θεοφανώς. [...] Ο πόθος του τον βασανίζει νύχτα μέρα ακατάπαυστα. Ζητάει να ξεχάσει τις ευθύνες του, να χαρεί σαν κοινός άνθρωπος [...].
»Προαισθάνεται το τέλος του να πλησιάζει. Δεν τον χωράει ο τόπος, πνίγεται. Θέλει να παραχωρήσει το θρόνο στον αδελφό του Λέοντα και να ασκητέψει στο Άγιο Όρος. Η σάρκα του όμως είναι ανίσχυρη, μένει δέσμιος του πάθους του για τη Θεοφανώ. [...]
»Διαρκώς αναβάλλει τη φυγή του, ενώ η συνωμοσία εξυφαίνεται γύρω του. Η καταστροφή πλησιάζει. Η Θεοφανώ ανοίγει την πόρτα στον Τσιμισκή. Οι συνωμότες ψύχραιμοι προχωρούν στη δολοφονία. Ο Νικηφόρος καταλαβαίνει πως απόμεινε μόνος, αβοήθητος. Νικά το φόβο, αντικρίζει ατάραχος, περήφανος τη μοίρα.
"Λυτρώθηκα, γελώ! Τραγούδησε, ψυχή μου,
στο πιο αψηλό κλαρί τής ’πελπισιάς του ανθρώπου!"
»Μια γυναίκα του χορού, Σαρακηνή, που εξιστορεί το θάνατό του, αφηγείται ότι ένας από τους συνωμότες, ο Βούρτσης, του χαράκωσε με το σπαθί το πρόσωπο "απ' το μεσόφρυδο, ως κάτω το σαγόνι". Η ψυχή του όμως δε βγαίνει παρά μόνο όταν η Θεοφανώ τού μπήγει στην καρδιά το βυζομάχαιρό της. Ο Νικηφόρος λυτρωμένος από τα δεσμά τής ύλης, τινάχτηκε ορθός, μούγκρισε τρεις φορές "Δόξα σοι ο Θεός" και ξεψύχησε. [...]»
(Από το βιβλίο τής Θεοδώρας Παπαχατζάκη-Κατσαράκη "Το Θεατρικό Έργο του Νίκου Καζαντζάκη.) *
διαβάστε:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,
είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.