Από τη συλλογή παραμυθιών που επιμελήθηκε ο Γιώργος Ιωάννου. *
Μια
φορά κι έναν καιρό ήτανε μια βασίλισσα και είχε εννιά γιους και μια κοπέλα.
Έπέθανε ή βασίλισσα κι έμειναν τα παιδιά ορφανά. Έπαντρεύτηκε ό βασιλιάς και
πήρε άλλη γυναίκα πολύ κακή και δεν ημπορούσε να βλέπει τα παιδιά. Μια ήμερα
επήγε στη βασίλισσα μια γριά και της είπε να μαγέψει τα παιδιά, να γενούνε
πουλιά, και τα εμάγεψε κι έγιναν εννιά όμορφοι αγριόκυκνοι. Όλη μέρα εγύριζαν
στον κόσμο. Το βράδυ έπήγαιναν σπίτι.
Ή βασίλισσα αμα τα έβλεπε, ήθελε να τα χαλάσει.
Μια ήμεροι oι κύκνοι έπλέξανε ένα στρώμα από ψαθί και εβάλανε μέσα την άδρεφή τους και φύγανε μακριά. Ό ένας επήγαινε πάντα επάνου από την κοπέλα να της κάνει ίσκιο με τα φτερά του, να μη την καίει ό ήλιος. Επήγαιναν επήγαιναν απάνου από τη θάλασσα. Ελιγώσανε και κάτσανε να ξεκουραστούνε σ' ένα μικρό νησάκι. Τόσο μικρό ήταν αυτό το νησάκι, πού τους έπαιρνε με το στανιό τον ένα απάνου στον άλλονε. Επεράσανε εκεί τη νύχτα καί την άλλη αυγή έσηκωθήκανε, επήραν το στρώμα από τις τέσσερες άκρες με τις μύτες τους και έφύγανε. Επήγαιναν επήγαιναν, εφτάσανε σ' ένα άγριο μέρος.
«Εδώ, είπανε, είναι καλά να κάτσουμε».
Εκάτσανε κι αρχίσανε να γυρεύουν κατοικία. Εβρήκανε μια σπηλιά κοντά στο βουνό, πού ήτανε γιομάτη αγκάθια. Τήνε παστρέψανε κι εβάλανε την όμορφη Ελένη να κάθεται μέσα. Εκείνοι όλη μέρα έγυρίζανε στο γύρο γύρο και φροντίζανε να πηγαίνουν φαΐ στην αδερφή τους. Η όμορφη Ελένη ξεπερνούσε πολύ ωραία, αλλά ή λύπη της ήτανε, πού δεν ημπορούσε να σώσει τους αδρεφούς της και να τους κάμει πάλι ανθρώπους. Μια μέρα πού εκοιμόταν, είδε στον ύπνο της μια γριά και βάσταε στο χέρι της μια τσουκνίδα και της λέει:
«Θέλεις να σώσεις τους αδερφούς σου; Εδώ γύρω στη σπηλιά είναι πολλή τσουκνίδα να 'βγει. Να μαζώξεις και να ντήνε πατήσεις ξυπόλυτη και να την κάμεις κλωνά (= κλωστή) και μ’ αυτή να κάμεις εννιά φορέματα να τα φορέσουνε oι αδερφοί σου κι έτσι θα τους γλιτώσεις. Αλλ' άκουσε να σου είπώ δε θα μιλήσεις καθόλου, γιατί ά μιλήσεις, εχάθηκες. Θα πεθάνουν τ' αδέρφια σου».
Και της δίνει μία με την τσουκνίδα κι έφυγε. Κι από τον πόνο ή Ελένη εξύπνησε κι αρχίνησε τη δουλειά της. Εβγήκε, εμάζωξε ένα σωρό τσουκνίδες κι άρχισε να τις πατεί με τα πόδια της κι από της τσουκνίδας τ' άγκάθια τα χέρια και τα πόδια της έκαμανε πονίδια. Το βράδυ έπήγανε τ' αδέρφια τση και την είδανε πού εδούλευε, της μίλησαν κι εκείνη δεν τους μίλησε. Άρχινήσανε να κλαίνε και τα δάκρυα τους, πού επέφτανε απάνου στα πονίδια της τη γιατρεύανε.
Μια μέρα το βασιλόπουλο με τους δούλους του επήγε στο κυνήγι. Τα σκυλιά του βασιλιά επήγανε στη σπηλιά πού ήτανε ή Ελένη, κι αρχίσανε ν' αλυχτάνε. Ό βασιλιάς επήγε κοντά και βλέπει μια σπηλιά. Μπαίνει μέσα και τί να ιδεί! Μια όμορφη κόρη να εργάζεται. Της μίλησε κι αυτή δεν του μίλησε. Τότες ό βασιλιάς είπε με το νου του:
«Θα είναι μουγκή»
Άλλα τόσο όμορφη ήτανε, πού είπε στους δούλους του να την πάρουνε στο παλάτι. Την πήρανε και την πήγαν στο παλάτι. Επήρε ή Ελένη τη δουλειά της, τα φορέματα πού είχε φτιασμένα καί την κλωστή πού είχε μαζωμένη. Άμα την πήγανε στου βασιλιά το παλάτι, τη βάλανε να κάτσει σε μια κάμαρα, πού ήτανε κατά το περιβόλι. Εκείνη άρχισε πάλι τη δουλειά της. Έβγαινε τη νύχτα και μάζωνε τσουκνίδες και τις έκανε κλωστή και όλη μέρα εδούλευε. Ένα βράδυ την είδε μια γριά, πού εμάζωνε τσουκνίδα, και πάει στον βασιλέα και του λέει:
«Ή γυναίκα σου είναι μάγισσα. Βγαίνει τη νύχτα και κάνει μάγια στο φεγγάρι με τα χόρτα».
Ό βασιλέας δεν το πίστεψε.
«Ένα βράδυ θα την παραμονέψω» είπε ό βασιλέας. Κι αλήθεια την είδε να μαζώνει τα χόρτα. Την πήρε και την έβαλε στη φυλακή και την άλλη μέρα διάταξε να την κάψουν. Εκείνη ήθελε να τελειώσει δυο φορέματα ακόμη. Όλη τη νύχτα εδούλευε. Τα ποντίκια τη βοηθούσανε. Της ετοίμαζαν την κλωστή και της την έδιναν στο χέρι.
Την άλλη μέρα άρχισαν να διαλαλούνε στη χώρα: «Ό θάνατος της μάγισσας». Το άκούσανε καί τ' άδρέφια της κι εκινήσανε και κείνα να πάνε να Ιδούνε το θάνατο της μάγισσας. Ετοιμάσανε στην πλατεία, πού ήθελε να σφάξουν τη μάγισσα, δυο σωρούς ξύλα για να την κάψουν. Την πήρανε την άλλη μέρα και την πήγαιναν. Εμαζωχτήκανε κόσμος και κοσμάκης να την ιδεί. Εκείνη επήρε μαζί της και τα φορέματα.
Άμα την πήγανε εκεί, άκουσαν μια μεγάλη βουή να έρχεται από μακριά. Κοιτάζουνε και τί να δούνε! Εννιά αγριόκυκνους να 'ρχουνται. Έπήγανε και κάτσανε κοντά στο μέρος, πού ήθελε να σφάζουν τη μάγισσα. Εκείνη, μόλις τους είδε, πέταξε απάνου στ' αδέρφια της τα ρούχα, πού είχε κάμει, και τα πουλιά έγιναν άνθρωποι, όπως πρώτα. Εκείνη έπειτα εμίλησε και είπε όλη την ιστορία, που επέρασε, για να σώσει τ' αδέρφια της. Τα ξύλα, πού είχαν για να τήνε κάψουν, έγιναν τριανταφυλλιές, πού μοσκοβολούσαν σε ούλο το μέρος. Τότες επήρε κι ο βασιλιάς την Ελένη και τους αδερφούς της κι επήγαν στο παλάτι κι εζήσανε ευτυχισμένοι.
Ή βασίλισσα αμα τα έβλεπε, ήθελε να τα χαλάσει.
Μια ήμεροι oι κύκνοι έπλέξανε ένα στρώμα από ψαθί και εβάλανε μέσα την άδρεφή τους και φύγανε μακριά. Ό ένας επήγαινε πάντα επάνου από την κοπέλα να της κάνει ίσκιο με τα φτερά του, να μη την καίει ό ήλιος. Επήγαιναν επήγαιναν απάνου από τη θάλασσα. Ελιγώσανε και κάτσανε να ξεκουραστούνε σ' ένα μικρό νησάκι. Τόσο μικρό ήταν αυτό το νησάκι, πού τους έπαιρνε με το στανιό τον ένα απάνου στον άλλονε. Επεράσανε εκεί τη νύχτα καί την άλλη αυγή έσηκωθήκανε, επήραν το στρώμα από τις τέσσερες άκρες με τις μύτες τους και έφύγανε. Επήγαιναν επήγαιναν, εφτάσανε σ' ένα άγριο μέρος.
«Εδώ, είπανε, είναι καλά να κάτσουμε».
Εκάτσανε κι αρχίσανε να γυρεύουν κατοικία. Εβρήκανε μια σπηλιά κοντά στο βουνό, πού ήτανε γιομάτη αγκάθια. Τήνε παστρέψανε κι εβάλανε την όμορφη Ελένη να κάθεται μέσα. Εκείνοι όλη μέρα έγυρίζανε στο γύρο γύρο και φροντίζανε να πηγαίνουν φαΐ στην αδερφή τους. Η όμορφη Ελένη ξεπερνούσε πολύ ωραία, αλλά ή λύπη της ήτανε, πού δεν ημπορούσε να σώσει τους αδρεφούς της και να τους κάμει πάλι ανθρώπους. Μια μέρα πού εκοιμόταν, είδε στον ύπνο της μια γριά και βάσταε στο χέρι της μια τσουκνίδα και της λέει:
«Θέλεις να σώσεις τους αδερφούς σου; Εδώ γύρω στη σπηλιά είναι πολλή τσουκνίδα να 'βγει. Να μαζώξεις και να ντήνε πατήσεις ξυπόλυτη και να την κάμεις κλωνά (= κλωστή) και μ’ αυτή να κάμεις εννιά φορέματα να τα φορέσουνε oι αδερφοί σου κι έτσι θα τους γλιτώσεις. Αλλ' άκουσε να σου είπώ δε θα μιλήσεις καθόλου, γιατί ά μιλήσεις, εχάθηκες. Θα πεθάνουν τ' αδέρφια σου».
Και της δίνει μία με την τσουκνίδα κι έφυγε. Κι από τον πόνο ή Ελένη εξύπνησε κι αρχίνησε τη δουλειά της. Εβγήκε, εμάζωξε ένα σωρό τσουκνίδες κι άρχισε να τις πατεί με τα πόδια της κι από της τσουκνίδας τ' άγκάθια τα χέρια και τα πόδια της έκαμανε πονίδια. Το βράδυ έπήγανε τ' αδέρφια τση και την είδανε πού εδούλευε, της μίλησαν κι εκείνη δεν τους μίλησε. Άρχινήσανε να κλαίνε και τα δάκρυα τους, πού επέφτανε απάνου στα πονίδια της τη γιατρεύανε.
Μια μέρα το βασιλόπουλο με τους δούλους του επήγε στο κυνήγι. Τα σκυλιά του βασιλιά επήγανε στη σπηλιά πού ήτανε ή Ελένη, κι αρχίσανε ν' αλυχτάνε. Ό βασιλιάς επήγε κοντά και βλέπει μια σπηλιά. Μπαίνει μέσα και τί να ιδεί! Μια όμορφη κόρη να εργάζεται. Της μίλησε κι αυτή δεν του μίλησε. Τότες ό βασιλιάς είπε με το νου του:
«Θα είναι μουγκή»
Άλλα τόσο όμορφη ήτανε, πού είπε στους δούλους του να την πάρουνε στο παλάτι. Την πήρανε και την πήγαν στο παλάτι. Επήρε ή Ελένη τη δουλειά της, τα φορέματα πού είχε φτιασμένα καί την κλωστή πού είχε μαζωμένη. Άμα την πήγανε στου βασιλιά το παλάτι, τη βάλανε να κάτσει σε μια κάμαρα, πού ήτανε κατά το περιβόλι. Εκείνη άρχισε πάλι τη δουλειά της. Έβγαινε τη νύχτα και μάζωνε τσουκνίδες και τις έκανε κλωστή και όλη μέρα εδούλευε. Ένα βράδυ την είδε μια γριά, πού εμάζωνε τσουκνίδα, και πάει στον βασιλέα και του λέει:
«Ή γυναίκα σου είναι μάγισσα. Βγαίνει τη νύχτα και κάνει μάγια στο φεγγάρι με τα χόρτα».
Ό βασιλέας δεν το πίστεψε.
«Ένα βράδυ θα την παραμονέψω» είπε ό βασιλέας. Κι αλήθεια την είδε να μαζώνει τα χόρτα. Την πήρε και την έβαλε στη φυλακή και την άλλη μέρα διάταξε να την κάψουν. Εκείνη ήθελε να τελειώσει δυο φορέματα ακόμη. Όλη τη νύχτα εδούλευε. Τα ποντίκια τη βοηθούσανε. Της ετοίμαζαν την κλωστή και της την έδιναν στο χέρι.
Την άλλη μέρα άρχισαν να διαλαλούνε στη χώρα: «Ό θάνατος της μάγισσας». Το άκούσανε καί τ' άδρέφια της κι εκινήσανε και κείνα να πάνε να Ιδούνε το θάνατο της μάγισσας. Ετοιμάσανε στην πλατεία, πού ήθελε να σφάξουν τη μάγισσα, δυο σωρούς ξύλα για να την κάψουν. Την πήρανε την άλλη μέρα και την πήγαιναν. Εμαζωχτήκανε κόσμος και κοσμάκης να την ιδεί. Εκείνη επήρε μαζί της και τα φορέματα.
Άμα την πήγανε εκεί, άκουσαν μια μεγάλη βουή να έρχεται από μακριά. Κοιτάζουνε και τί να δούνε! Εννιά αγριόκυκνους να 'ρχουνται. Έπήγανε και κάτσανε κοντά στο μέρος, πού ήθελε να σφάζουν τη μάγισσα. Εκείνη, μόλις τους είδε, πέταξε απάνου στ' αδέρφια της τα ρούχα, πού είχε κάμει, και τα πουλιά έγιναν άνθρωποι, όπως πρώτα. Εκείνη έπειτα εμίλησε και είπε όλη την ιστορία, που επέρασε, για να σώσει τ' αδέρφια της. Τα ξύλα, πού είχαν για να τήνε κάψουν, έγιναν τριανταφυλλιές, πού μοσκοβολούσαν σε ούλο το μέρος. Τότες επήρε κι ο βασιλιάς την Ελένη και τους αδερφούς της κι επήγαν στο παλάτι κι εζήσανε ευτυχισμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,
είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.