Από τη συλλογή παραμυθιών που επιμελήθηκε η Αγνή Στρουμπούλη. *
Μία
φορά ήταν ένας βασιλές κι είχε μια κόρη πανώρια που δεν ύπαρχε στον ντουνιά
άλλη καμιά σαν κι αυτήν. Αυτός ο βασιλές δεν είχε βασιλόπουλο να πάρει το θρόνο
του κι εφοβάτο να βάλει γαμπρό στο παλάτι, να μην τον βγάλει απ' το θρόνο και
γι' αυτό δεν πάντρευε την κόρη του.
Μα έλα που έρχονταν και τη ζητούσαν κάθε μέρα τα βασιλόπουλα. Για να ξεφορτωθεί κι αυτός έβγαλε ένα ντελάλη να ντελαλήσει πως όποιος πάει να φέρει τα όργανα και τα τούμπανα και τα δώσει του βασιλέ να παίξει στο γάμο της κόρης του, εκείνου θα τη δώκει.
Ένα ένα βασιλόπουλο πήγαινε να 'βρει τα όργανα και τα τούμπανα, μα κανένα δεν εγύριζε.
Άμα επέρασε πολύς καιρός να και παρουσιάζεται ένα βασιλόπουλο και λέει του βασιλέ πως θα πάει να του τα φέρει. Ξεκίνησε το λοιπόν κι επήγαινε. Εκεί που πήγαινε απαντά ένα χωράφι πολύ μεγάλο γεμάτο αγκάθια, τριβόλια κι αστοιφίδες [αφάνες]. Το βασιλόπουλο, μωρέ μάτια μου, βγάζει τα παπούτσια του και ξυπόλυτο περπατούσε στο χωράφι μέσα στις αγκύλες, κι άμα πατούσε καμιά φώναζε:
- Ωχ τι γλύκα! Ποτές μου δεν περπάτησα σε τέτοιο όμορφο χωράφι.
Και πάλι άμα πατούσε άλλη το ίδιο. Τότες να και παρουσιάζεται το στοιχειό του χωραφιού, ένας δράκος και του λέει:
- Ποιος είσαι συ, παλικάρι μου, που μου λες αυτά τα καλά
λόγια;
- Κάμε μου τη χάρη και δείξε μου από πού θα πάω να βρω
τα όργανα και τα τούμπανα; λέει το βασιλόπουλο.
-Εγώ δεν ξέρω, μόνο η αδελφή μου η συκιά ξέρει και θα
σου πει.
Τραβά τότες το παλικάρι και πηγαίνει και βρίσκει μια συκιά κι ήταν φορτωμένη σύκα σκουληκιασμένα. Εκείνος, μωρέ μάτια μου, κόβει ένα, το ανοίγει και βλέπει κάτι σκουλήκους, μα τι σκουλήκους. Τό 'φαγε με τους σκουλήκους κι έλεγε κιόλα:
- Τι όμορφο σύκο! Έφαγα κι άλλα σύκα, μα σαν και τούτο τουτηνής της συκιάς δεν έφαγα ποτές στη ζωή μου.
Το ακούει η συκιά και του λέει:
- Ποιος είσαι συ, παλικάρι μου, που έφαγες απ' τα σύκα μου, που εδώ τόσα χρόνια περάσανε τόσοι και τόσοι κι έλεγαν: "Χαρά στα σύκα". Κι ύστερα άμα τ' ανοίγανε και βλέπανε μέσα τους σκουλήκους βλαστημούσαν και τα σύκα και τη μάνα τους.
- Εγώ πηγαίνω να 'βρω τα όργανα και τα τούμπανα και δεν
ξέρω το δρόμο, λέει εκείνος.
-Κι εγώ δεν ξέρω, παλικάρι μου, μόνο η αδελφή μου η βρύση που είναι κει κάτω ξέρει και θα σου δείξει.
Ξεκινάει πάλι ο καλός μας και πάει στη βρύση. Βλέπει το νερό κι ήταν γεμάτο σκουλήκους. Εκείνος έβαλε το στόμα του κι έπινε κι άμα ήπιε φώναξε:
- Α! Τι όμορφο νερό! Ποτές στη ζωή μου δεν ξανά 'πια τέτοιο όμορφο νερό.
Του λέει τότες η βρύση:
- Ποιος είσαι συ, παλικάρι μου, και μου επαινείς το νερό μου; Απ' εδώ περάσανε χιλιάδες κι άμα έπιναν λιγάκι το φτύνανε και βλάστημούσαν κι εμέ και το παιδί μου κι εσύ δεν φτάνει μόνο πού 'πιες, μόνο είπες και τόσα καλά λόγια.
- Θέλω να πάω να πάρω τα όργανα και τα τούμπανα.
- Δύσκολο πράγμα μου ζητάς, παλικάρι μου. Θα πας μεσάνυχτα ακριβώς, που κοιμούνται όλοι οι δράκοι, γιατί τα όργανα και τα τούμπανα τα 'χουνε μες στη μέση σαράντα δράκοι και τα φυλάγουν. Εσύ άμα ακούσεις και ροχαλίζουνε, να δρασκελίσεις έναν έναν και να τα πάρεις. Μόνο άμα τα πάρεις, να μην ανοίξεις και παίξεις, γιατί θα πάθεις κακό μεγάλο.
Φεύγει το βασιλόπουλο και πάει. Άμα επήγε σ' εκείνο το μέρος απάντεχε νά 'ρθουν τα μεσάνυχτα. Εκεί κατά τα μεσάνυχτα ακούει το ροχαλητό των δράκων, ένα ροχαλητό που αντιλαλούσαν τα όρη και τα βουνά. Εκείνος, μωρέ μάτια μου, μήδ' εφοβήθει μηδέ τίποτα. Μόνο δρασκέλισε τους δράκους και παίρνει τα όργανα και τα τούμπανα και φεύγει πάλι, χωρίς να νοιώσουν.
Επέρασε πάλι απ' τη βρύση, απ' τη συκιά κι απ' το χωράφι κι επήγε στην πολιτεία.
Οι δράκοι ξύπνησαν κι είδανε πως λείπανε τα όργανα και τα τούμπανα κι επήραν δρόμο. Πάνε στη βρύση και την ρωτούσαν μπας και είδε κανέναν με τα όργανα και τα τούμπανα; Εκείνη τους λέει πως δεν είδε κανένα. Ρωτούν τη συκιά κι εκείνη τους λέει πως δεν είδε κανένα. Ρωτούν το χωράφι, τα ίδια. Τότες εγύρισαν πίσω.
Το βασιλόπουλο πήγε τα όργανα και τα τούμπανα στο παλάτι και τα 'δωκε του βασιλέ. Ο βασιλές απόμεινε σβηστός [άλαλος], μα έλα που έδωκε το λόγο του.
Την Κυριακή λοιπόν εγίνηκαν γάμοι και χαρές και ξεφάντωσες καλές. Ύστερα απ' το φαγητό, έπιασε πια ο βασιλές να παίξει ως καθώς είχε ταμένο τα όργανα και τα τούμπανα. Πάει να παίξει και βγαίνουν από μέσα τέσσερις δράκοι και τον εφάγανε. Ύστερα μπήκανε πάλι μέσα στα όργανα. Τότες πέσανε κατά πάνω τους, το βασιλόπουλο κι οι άλλοι όλοι με τα χαντζάρια τους και τους ξεμπέρδεψαν [αφάνισαν] τους δράκους.
Έγινε πια τότες το βασιλόπουλο βασιλές τρανός κι έκαμε μεγάλο φαγοπότι, κι ήμουν κι εγώ εκειδά κι έφαγα και χόρεψα και γλέντησα καλά.
Έφυγα κι εγώ απ' εκεί, μ' ένα κόσκινο φακή.
Μα έλα που έρχονταν και τη ζητούσαν κάθε μέρα τα βασιλόπουλα. Για να ξεφορτωθεί κι αυτός έβγαλε ένα ντελάλη να ντελαλήσει πως όποιος πάει να φέρει τα όργανα και τα τούμπανα και τα δώσει του βασιλέ να παίξει στο γάμο της κόρης του, εκείνου θα τη δώκει.
Ένα ένα βασιλόπουλο πήγαινε να 'βρει τα όργανα και τα τούμπανα, μα κανένα δεν εγύριζε.
Άμα επέρασε πολύς καιρός να και παρουσιάζεται ένα βασιλόπουλο και λέει του βασιλέ πως θα πάει να του τα φέρει. Ξεκίνησε το λοιπόν κι επήγαινε. Εκεί που πήγαινε απαντά ένα χωράφι πολύ μεγάλο γεμάτο αγκάθια, τριβόλια κι αστοιφίδες [αφάνες]. Το βασιλόπουλο, μωρέ μάτια μου, βγάζει τα παπούτσια του και ξυπόλυτο περπατούσε στο χωράφι μέσα στις αγκύλες, κι άμα πατούσε καμιά φώναζε:
- Ωχ τι γλύκα! Ποτές μου δεν περπάτησα σε τέτοιο όμορφο χωράφι.
Και πάλι άμα πατούσε άλλη το ίδιο. Τότες να και παρουσιάζεται το στοιχειό του χωραφιού, ένας δράκος και του λέει:
- Ποιος είσαι συ, παλικάρι μου, που μου λες αυτά τα καλά
λόγια;
- Κάμε μου τη χάρη και δείξε μου από πού θα πάω να βρω
τα όργανα και τα τούμπανα; λέει το βασιλόπουλο.
-Εγώ δεν ξέρω, μόνο η αδελφή μου η συκιά ξέρει και θα
σου πει.
Τραβά τότες το παλικάρι και πηγαίνει και βρίσκει μια συκιά κι ήταν φορτωμένη σύκα σκουληκιασμένα. Εκείνος, μωρέ μάτια μου, κόβει ένα, το ανοίγει και βλέπει κάτι σκουλήκους, μα τι σκουλήκους. Τό 'φαγε με τους σκουλήκους κι έλεγε κιόλα:
- Τι όμορφο σύκο! Έφαγα κι άλλα σύκα, μα σαν και τούτο τουτηνής της συκιάς δεν έφαγα ποτές στη ζωή μου.
Το ακούει η συκιά και του λέει:
- Ποιος είσαι συ, παλικάρι μου, που έφαγες απ' τα σύκα μου, που εδώ τόσα χρόνια περάσανε τόσοι και τόσοι κι έλεγαν: "Χαρά στα σύκα". Κι ύστερα άμα τ' ανοίγανε και βλέπανε μέσα τους σκουλήκους βλαστημούσαν και τα σύκα και τη μάνα τους.
- Εγώ πηγαίνω να 'βρω τα όργανα και τα τούμπανα και δεν
ξέρω το δρόμο, λέει εκείνος.
-Κι εγώ δεν ξέρω, παλικάρι μου, μόνο η αδελφή μου η βρύση που είναι κει κάτω ξέρει και θα σου δείξει.
Ξεκινάει πάλι ο καλός μας και πάει στη βρύση. Βλέπει το νερό κι ήταν γεμάτο σκουλήκους. Εκείνος έβαλε το στόμα του κι έπινε κι άμα ήπιε φώναξε:
- Α! Τι όμορφο νερό! Ποτές στη ζωή μου δεν ξανά 'πια τέτοιο όμορφο νερό.
Του λέει τότες η βρύση:
- Ποιος είσαι συ, παλικάρι μου, και μου επαινείς το νερό μου; Απ' εδώ περάσανε χιλιάδες κι άμα έπιναν λιγάκι το φτύνανε και βλάστημούσαν κι εμέ και το παιδί μου κι εσύ δεν φτάνει μόνο πού 'πιες, μόνο είπες και τόσα καλά λόγια.
- Θέλω να πάω να πάρω τα όργανα και τα τούμπανα.
- Δύσκολο πράγμα μου ζητάς, παλικάρι μου. Θα πας μεσάνυχτα ακριβώς, που κοιμούνται όλοι οι δράκοι, γιατί τα όργανα και τα τούμπανα τα 'χουνε μες στη μέση σαράντα δράκοι και τα φυλάγουν. Εσύ άμα ακούσεις και ροχαλίζουνε, να δρασκελίσεις έναν έναν και να τα πάρεις. Μόνο άμα τα πάρεις, να μην ανοίξεις και παίξεις, γιατί θα πάθεις κακό μεγάλο.
Φεύγει το βασιλόπουλο και πάει. Άμα επήγε σ' εκείνο το μέρος απάντεχε νά 'ρθουν τα μεσάνυχτα. Εκεί κατά τα μεσάνυχτα ακούει το ροχαλητό των δράκων, ένα ροχαλητό που αντιλαλούσαν τα όρη και τα βουνά. Εκείνος, μωρέ μάτια μου, μήδ' εφοβήθει μηδέ τίποτα. Μόνο δρασκέλισε τους δράκους και παίρνει τα όργανα και τα τούμπανα και φεύγει πάλι, χωρίς να νοιώσουν.
Επέρασε πάλι απ' τη βρύση, απ' τη συκιά κι απ' το χωράφι κι επήγε στην πολιτεία.
Οι δράκοι ξύπνησαν κι είδανε πως λείπανε τα όργανα και τα τούμπανα κι επήραν δρόμο. Πάνε στη βρύση και την ρωτούσαν μπας και είδε κανέναν με τα όργανα και τα τούμπανα; Εκείνη τους λέει πως δεν είδε κανένα. Ρωτούν τη συκιά κι εκείνη τους λέει πως δεν είδε κανένα. Ρωτούν το χωράφι, τα ίδια. Τότες εγύρισαν πίσω.
Το βασιλόπουλο πήγε τα όργανα και τα τούμπανα στο παλάτι και τα 'δωκε του βασιλέ. Ο βασιλές απόμεινε σβηστός [άλαλος], μα έλα που έδωκε το λόγο του.
Την Κυριακή λοιπόν εγίνηκαν γάμοι και χαρές και ξεφάντωσες καλές. Ύστερα απ' το φαγητό, έπιασε πια ο βασιλές να παίξει ως καθώς είχε ταμένο τα όργανα και τα τούμπανα. Πάει να παίξει και βγαίνουν από μέσα τέσσερις δράκοι και τον εφάγανε. Ύστερα μπήκανε πάλι μέσα στα όργανα. Τότες πέσανε κατά πάνω τους, το βασιλόπουλο κι οι άλλοι όλοι με τα χαντζάρια τους και τους ξεμπέρδεψαν [αφάνισαν] τους δράκους.
Έγινε πια τότες το βασιλόπουλο βασιλές τρανός κι έκαμε μεγάλο φαγοπότι, κι ήμουν κι εγώ εκειδά κι έφαγα και χόρεψα και γλέντησα καλά.
Έφυγα κι εγώ απ' εκεί, μ' ένα κόσκινο φακή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,
είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.