Από τη συλλογή παραμυθιών σε επιλογή, μετάφραση και επίμετρο Αγνής Στρουμπούλη. *
Μια
φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μία γριά. Δεν είχανε παιδί. Επαρακάλουν
τον Θεό να τους δώσει ένα παιδάκι κι ας είναι και τσικαλάκι.
Με τα πολλά τους άκουσε ο Θεός και τους έδωσε ένα παιδί τσικαλάκι. Χαρά οι δυο οι γέροι!
Μια μέρα στη γειτονιά γινόταν ένας γάμος κι εκουβεντιάζανε οι γέροι ποίος τους να πάει.
- Να πάου εγώ..., λέει το τσικαλάκί.
- Όχι, εσύ είσαι μικρό!...
- Όχι θα πάου!...
Εδιάβη. Ήτανε πολύς κόσμος... Χαρά, γλέντι, χορός! Το τσικαλάκί είχε μαγευτεί.
Κάποια στιγμή που γινόταν η στεφάνωση κι αρχίζανε να πέφτουν τα κεράσματα, είπανε οι καλεσμένοι:
- Φέρτε κάτι να βάλομε τα προικιά της νύφης...
- Να τα βάλομε μες σε τούτο το τσικαλάκί!... είπε κάποιος.
Επιάσανε όλοι και βάλανε κεράσματα, μεταξωτά φορέματα, μαντίλια, κεντήματα...
Σε μια στιγμή που δεν το βλέπανε, τρέχει το τσικαλάκί στο σπίτι του και φωνάζει τη μάνα του:
- Μάνα, σου φέρνω προικιά!...
- Καλώς το το παιδάκι μου, καλώς το τσικαλάκί μου!...
Έβγαλε τα προικιά. Το τσικαλάκι φεύγει και ξαναπάει στο γάμο.
Μόλις εξαναμπήκε, άκουσε που ερώτα κάποιος:
- Φέρτε κάτι να βάλομε της νύφης τα φλωρία...
- Να! ένα τσικαλάκι, βάλτε τα επά!...
Πιάνουνε το τσικαλάκι, που είχε στηθεί εξεπίτηδες δίπλα, κι άλλος έβαζε μέσα φλωρία, άλλος χρυσά τάλιρα και κωνσταντινάτα κι άλλος χρυσαφικό ή μάλαμα. Μέχρι που εκοντογιόμισε.
Αφού εβάλανε όλοι, την ώρα που δεν το βλέπανε, τρέχει όξω το τσικαλάκι. Πάει στη μάνα του. Φωνάζει:
- Μάνα, μάνα, άνοιξε γιατί σου φέρνω φλωρία!...
- Καλώς το παιδάκι μου, καλώς το τσικαλάκι μου!...
Άδειασε τα φλωρία και τα χρυσαφικά σ' ένα πανέρι η μάνα του. Το τσικαλάκι φεύγει και ξαναπάει στο γάμο. Εκεί εγλεντούσαν και τρώγανε.
Η νύφη, που 'χε φάει πολύ, της ήρθε να τα κάμει και το 'πε κρυφά στην κοζούνα της [εξαδέλφη]. Εκείνη, που ήτανε και χαζή, φώναξε δυνατά:
- Φέρτε κάτι στη νύφη γιατί της ήρθε να τα κάμει!...
Είδε ο κόζουνος το τσικαλάκι και της τό 'δωσε κρυφά για να μην ξαναφωνάξει και να το δώσει στη νύφη ογλήγορα να μην τ' ακούνε όλοι...
Τα 'κάμε η νύφη μες στο τσικαλάκι.
Τρέχει εκείνο πάλι όξου και πάει στη μάνα του.
- Μάνα, μάνα, άνοιξε, σου φέρνω κι άλλα!...
Ανοίγει η μάνα του και είδε τι της έφερε.
Εθύμωσε πολύ και τ' αρπάζει απ' τ' αυτί, του δώνει μία και το κολλά στον τοίχο μαζί μ' εκείνα που 'χε μέσα!...
- Να! για να μάθεις παλιοκλέφτικο!...
- Άχο! είπε το τσικαλάκι... Καλά μ' έκαμες!.,. Όταν έφερνα άλλα πράματα μ' έλεες καλό, τώρα με λέεις κλέφτικο;
Πάνε οι γονιοί της νύφης κι επήραν όλα όσα είχε πάρει το Τσικαλάκι και την εβάρησαν τη γριά. Εβάρησαν και το Τσικαλάκι ξύλο πολύ, τόσο που άλλαξε κι από Τσικαλάκι έγινε παιδί...
Εγόγγα η γριά, εγόγγα το Τσικαλάκι... αλλά εχαίρονταν που 'γίνε παιδί...
Κι επερνούσαν καλά όλοι τους...
Με τα πολλά τους άκουσε ο Θεός και τους έδωσε ένα παιδί τσικαλάκι. Χαρά οι δυο οι γέροι!
Μια μέρα στη γειτονιά γινόταν ένας γάμος κι εκουβεντιάζανε οι γέροι ποίος τους να πάει.
- Να πάου εγώ..., λέει το τσικαλάκί.
- Όχι, εσύ είσαι μικρό!...
- Όχι θα πάου!...
Εδιάβη. Ήτανε πολύς κόσμος... Χαρά, γλέντι, χορός! Το τσικαλάκί είχε μαγευτεί.
Κάποια στιγμή που γινόταν η στεφάνωση κι αρχίζανε να πέφτουν τα κεράσματα, είπανε οι καλεσμένοι:
- Φέρτε κάτι να βάλομε τα προικιά της νύφης...
- Να τα βάλομε μες σε τούτο το τσικαλάκί!... είπε κάποιος.
Επιάσανε όλοι και βάλανε κεράσματα, μεταξωτά φορέματα, μαντίλια, κεντήματα...
Σε μια στιγμή που δεν το βλέπανε, τρέχει το τσικαλάκί στο σπίτι του και φωνάζει τη μάνα του:
- Μάνα, σου φέρνω προικιά!...
- Καλώς το το παιδάκι μου, καλώς το τσικαλάκί μου!...
Έβγαλε τα προικιά. Το τσικαλάκι φεύγει και ξαναπάει στο γάμο.
Μόλις εξαναμπήκε, άκουσε που ερώτα κάποιος:
- Φέρτε κάτι να βάλομε της νύφης τα φλωρία...
- Να! ένα τσικαλάκι, βάλτε τα επά!...
Πιάνουνε το τσικαλάκι, που είχε στηθεί εξεπίτηδες δίπλα, κι άλλος έβαζε μέσα φλωρία, άλλος χρυσά τάλιρα και κωνσταντινάτα κι άλλος χρυσαφικό ή μάλαμα. Μέχρι που εκοντογιόμισε.
Αφού εβάλανε όλοι, την ώρα που δεν το βλέπανε, τρέχει όξω το τσικαλάκι. Πάει στη μάνα του. Φωνάζει:
- Μάνα, μάνα, άνοιξε γιατί σου φέρνω φλωρία!...
- Καλώς το παιδάκι μου, καλώς το τσικαλάκι μου!...
Άδειασε τα φλωρία και τα χρυσαφικά σ' ένα πανέρι η μάνα του. Το τσικαλάκι φεύγει και ξαναπάει στο γάμο. Εκεί εγλεντούσαν και τρώγανε.
Η νύφη, που 'χε φάει πολύ, της ήρθε να τα κάμει και το 'πε κρυφά στην κοζούνα της [εξαδέλφη]. Εκείνη, που ήτανε και χαζή, φώναξε δυνατά:
- Φέρτε κάτι στη νύφη γιατί της ήρθε να τα κάμει!...
Είδε ο κόζουνος το τσικαλάκι και της τό 'δωσε κρυφά για να μην ξαναφωνάξει και να το δώσει στη νύφη ογλήγορα να μην τ' ακούνε όλοι...
Τα 'κάμε η νύφη μες στο τσικαλάκι.
Τρέχει εκείνο πάλι όξου και πάει στη μάνα του.
- Μάνα, μάνα, άνοιξε, σου φέρνω κι άλλα!...
Ανοίγει η μάνα του και είδε τι της έφερε.
Εθύμωσε πολύ και τ' αρπάζει απ' τ' αυτί, του δώνει μία και το κολλά στον τοίχο μαζί μ' εκείνα που 'χε μέσα!...
- Να! για να μάθεις παλιοκλέφτικο!...
- Άχο! είπε το τσικαλάκι... Καλά μ' έκαμες!.,. Όταν έφερνα άλλα πράματα μ' έλεες καλό, τώρα με λέεις κλέφτικο;
Πάνε οι γονιοί της νύφης κι επήραν όλα όσα είχε πάρει το Τσικαλάκι και την εβάρησαν τη γριά. Εβάρησαν και το Τσικαλάκι ξύλο πολύ, τόσο που άλλαξε κι από Τσικαλάκι έγινε παιδί...
Εγόγγα η γριά, εγόγγα το Τσικαλάκι... αλλά εχαίρονταν που 'γίνε παιδί...
Κι επερνούσαν καλά όλοι τους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,
είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.